Η μαγεία της συγγραφής: συνέντευξη με την Νατάσα Παυλίτσεβιτς

80516462_603362840475084_3792582063694020608_n.jpg

Η Νατάσα Παυλίτσεβιτς γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε στο ΠΤΔΕ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες εντός κι εκτός Ελλάδας και έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Άρθρα της περί λογοτεχνίας κυκλοφορούν σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Ζει στη Σουηδία όπου εργάζεται ως δασκάλα, με το σύζυγό της, Κωνσταντίνο Κέλλη.


Η μυθοπλασία του φανταστικού είναι αδιαμφισβήτητα μια περίπλοκη διαδικασία. Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η σύστασή της για το δικό σας συγγραφικό έργο και σε ποια πεδία κινείται η έρευνα σας για τη συνέπεια της;

Ν.Π. Σίγουρα έχει τις δυσκολίες της, αλλά κάθε συγγραφέας που διαβάζει πολύ έχει στο κεφάλι του πολλούς συναδέλφους του σαν «βοηθούς». Το να διαβάζω και μάλιστα διαφορετικά είδη μου επιτρέπει να βρίσκω λύσεις όσο το δυνατόν ευκολότερα. Όταν έγραφα το «Κάπου Αλλού» έκανα έρευνα για το ρεαλιστικό κομμάτι του βιβλίου. Τοποθέτησα το σπίτι σε ένα μέρος όπου έχω ζήσει. Έτσι, το διώροφο ξύλινο εξοχικό όπου ζουν η Εύα με τη Δάφνη πραγματικά υπάρχει, κάπου έξω από τη Θεσσαλονίκη. Η ιστορία με έστειλε να ερευνήσω παράξενα μονοπάτια. Έψαξα πράγματα για διαδρομές, χιλιομετρικές αποστάσεις, τον καιρό κάποιες συγκεκριμένες μέρες, τη δισκογραφία των Firewind, πόσο ζούνε οι χελώνες, και αν πράγματι οι κουκουβάγιες ζευγαρώνουν για όλη τους τη ζωή. Παράλογο; Ξέρω, οι πληροφορίες φαίνονται τελείως άσχετες μεταξύ τους, αλλά όταν στήνω μια ιστορία φανταστικού, θέλω τα κομμάτια που είναι από τον δικό μας κόσμο να φαίνονται όσο πιο αληθινά γίνεται. Μάλιστα, στα λόγια του καλύτερου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα, Μιχάλη Μανωλιού, η ζωή δε χρειάζεται να είναι αληθοφανής. Η λογοτεχνία όμως, ναι.

73390831_3278360365538898_7765052222626332672_o.jpg

Πώς αντιλαμβάνεστε την άποψη πως η συγγραφή είναι μια πνευματική διαδικασία;

Ν.Π. Πρέπει να στρωθείς να δουλέψεις, χωρίς περισπασμούς. Σε όλους μας αρέσει να αναβάλλουμε πράγματα και έχω σίγουρα παρέα όταν λέω ότι προτιμώ το να έχω γράψει, παρά το να γράφω. Όμως δεν ολοκληρώνεται μια ιστορία έτσι. Ούτε καν το πιο σύντομο διήγημα δεν δίνει την αίσθηση που θα μπορούσε, αν δεν τα κλείσεις όλα για να συγκεντρωθείς. Θυμάμαι στην ιστοσελίδα του sff.gr όπου στήναμε διαγωνισμούς flash fiction και στην έναρξη της προθεσμίας έγραφαν όσα μέλη ήθελαν μια ιστορία σε μιάμιση ώρα. Μετά διαβάζαμε και ψηφίζαμε. Ακόμη κι εκεί, η παρόρμηση του να δεις γιατί χτυπάει το κινητό, ή να απαντήσεις σε κάποιον που κάτι σε θέλει, σε βγάζει τελείως από την ατμόσφαιρα. Θέλει συγκέντρωση λοιπόν, και ίσως και λίγο διαλογισμό πριν, για να μπεις στη διάθεση της δουλειάς.

Υπάρχουν σκηνές στα βιβλία σας τις οποίες «κόβετε» στην επιμέλεια;

Ν.Π. Η επιμέλεια είναι σκληρή κι αλύπητη. Τι κι αν έχεις γράψει μια πολύ ωραία σκηνή; Αν δεν οδηγεί την ιστορία εκεί που σκόπευες, πρέπει να φύγει. Όλοι μας έχουμε δει σαν αναγνώστες ολόκληρα κομμάτια βιβλίων που τα «βαραίνουν» δίχως νόημα. Κρίμα είναι να μην αφήνεις την ιστορία σου να αναπνεύσει. Το ευχάριστο είναι ότι κάτι που κόπηκε από μια ιστορία μπορεί να σε εμπνεύσει να γράψεις μια άλλη. Στην ανθολογία «Κόρες της Νύχτας» όπου έχω το διήγημα «Κόκκινο Φως», μου είχε συμβεί ακριβώς αυτό. Μια δυνατή εικόνα που ήθελα σώνει και ντε να τη βάλω σε άλλο διήγημα, έγινε τελικά η βάση για το καινούριο. Μετά το διαγωνισμό, είδα τα αποτελέσματα και λέω «εντάξει, κόβουμε, αλλά δε διαγράφουμε κιόλας». Εδώ πρέπει να πω κι ένα ευχαριστώ στον επιμελητή του «Κάπου Αλλού», Παναγιώτη Τασιόπουλο, για το μάτι του που κόβει σαν ξυράφι. Ευτυχώς είχα δουλέψει το μυθιστόρημα τόσο ανελέητα που δεν δυσκόλεψα το έργο του, αλλά το όφελος μιας σωστής και επαγγελματικής επιμέλειας είναι πολύτιμο.

Κρύβετε στα βιβλία σας μυστικά τα οποία μόνο ελάχιστοι αναγνώστες θα καταφέρουν να ανακαλύψουν;

Ν.Π. Το «Κάπου Αλλού» είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα που είδε το φως της έκδοσης, κι ας έχω άλλα δύο, παλιότερα, στο συρτάρι. Εκείνα γράφτηκαν για εξάσκηση. Νομίζω ότι αν γράφεις πάντα στο ίδιο είδος, όπως ο άντρας μου, Κωνσταντίνος Κέλλης, έχεις μεγαλύτερη ελευθερία και κίνητρο για τα μυστικά που λέμε “easter eggs”. Είχε και στη «Νεκρή Γραμμή» και στη «Σκιά στο σπίτι», κάποια στοιχεία για το «Άγιοι Τίποτα» κι έτσι δημιούργησε το σύμπαν του. Εγώ είμαι ακόμη στην αρχή και δεν είμαι σίγουρη σε ποιο κόσμο θα πατάει το επόμενο βιβλίο ώστε να βάλω κάποιο μυστικό. Πάντως θα είχε πλάκα!


Ως αναγνώστης και δημιουργός του είδους, γιατί πιστεύετε πως μας ελκύει το φανταστικό;

Ν.Π. Το φανταστικό δίνει την ελευθερία στο/στη συγγραφέα να πλάθει μεταφορές που αναφέρονται στον δικό μας κόσμο. Στο «Κάπου Αλλού» το φανταστικό λειτουργεί σαν εκδήλωση των συναισθημάτων των χαρακτήρων. Μέσω αυτού μπόρεσα να μιλήσω για τις ερωτικές σχέσεις, τους περιορισμούς και τα προβλήματά τους. Σαν αναγνώστες κι αναγνώστριες αντιδρούμε καλά σε αυτή την τεχνική, γιατί δεν καταλήγει κήρυγμα με τον τρόπο που μπορεί να γίνει μια ρεαλιστική ιστορία, για παράδειγμα, μιας εξουσιαστικής σχέσης.


Ποια η άποψη σας για τη θέση του είδους του φανταστικού στην Ελλάδα, σε όλες του τις πολιτιστικές εκφάνσεις;

Ν.Π. Ο κόσμος πάντα διάβαζε φανταστικό αλλά τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα φρέσκο ενδιαφέρον στον χώρο που δημιουργεί νέο αναγνωστικό κοινό. Σελίδες όπως το Will’o’ Wisps και ετήσια φεστιβάλ φέρνουν με τα νερά μας σιγά σιγά και τους πιο αμετανόητους. Οι εκδοτικοί οίκοι το έχουν καταλάβει. Θυμάμαι να μιλάω με το Χάρη Νικολακάκη των εκδόσεων Bell για το βιβλίο μου, που έχει μια παράξενη πλοκή: δυο γυναίκες συνειδητοποιούν ότι τα πάντα έξω από το σπίτι απομακρύνονται. Θα μπορούσε λοιπόν να πει ο άνθρωπος ότι αυτό παραείναι περίεργο είδος, δεν μιλάει ας πούμε για ένα στοιχειωμένο σπίτι, ή μια ιστορία εκδίκησης, όπου οι αναγνώστες αναγνωρίζουν μια καθιερωμένη φόρμα. Κάτι όμως στην εποχή που βρισκόμαστε, κάτι στην παράξενη ιδέα μου, τον έκανε να πιστέψει. Κι είμαι πολύ ευγνώμων που το έκανε!

Πού βρίσκεται το πρώτο σας draft αυτή τη στιγμή;

Ν.Π. Το πρώτο μου draft είναι στο πατρικό μου σε ένα τετράδιο μαζί με πολλά άλλα τετράδια. Έγραφα για μια συνομήλική μου, δηλαδή γύρω στα 9-10, που είχε μια μυστηριώδη ασθένεια. Μετά από λίγα κεφάλαια το άφησα για μια ιστορία μαγείας που γράφαμε συνεργατικά με την αδερφή μου. Αργότερα έγραφα ποιήματα, διηγήματα κλπ. Πιστεύω ότι όλα αυτά τα ψήγματα κάπου βοήθησαν. Κανείς δεν ξεκινάει γράφοντας ένα αξιόλογο μυθιστόρημα, χωρίς να έχει γράψει πριν ούτε λίστα για τα ψώνια.


Πού συναντάτε τους ήρωες σας; Έρχονται με την ιδέα ή συμβαίνει να προϋπάρχουν και να φέρουν την έμπνευσή της;

Ν.Π. Κάποια στοιχεία της Εύας τα βασίζω σε μια προηγούμενη σχέση μου, κάποια χαρακτηριστικά της είμαι φτυστή εγώ, κάποια άλλα είναι απαραίτητα για να πάρει η πλοκή το δρόμο της. Το ίδιο πάνω κάτω συνέβη και με τη Δάφνη. Έχει τύχει στον κύκλο μου να έχω δει νέα ζευγάρια που οι γονείς τους δεν εγκρίνουν τις σχέσεις τους και τις πολεμάνε, είτε γιατί είναι το «λάθος» φύλο, είτε λόγω θρησκείας, κι άλλες δυσάρεστες καταστάσεις. Με έβαλε λοιπόν σε σκέψεις για το τι θα γινόταν αν ο δεσμός σου κατέληγε πλέον ως η μόνη σου κοινωνική υποστήριξη, αφού όλοι οι άλλοι σε έκαναν πέρα. Τι προβλήματα θα είχες; Μέχρι πού θα έφτανες; Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό, κι εύκολα δημιούργησε το ζευγάρι στο «Κάπου Αλλού».


Γράφοντας τις ιστορίες σας έχετε εξαρχής τον επίλογο στο μυαλό σας, ή αφήνετε τους ήρωες σας να σας οδηγήσουν ως το τέλος;

Ν.Π. Μισώ να γράφω τέλη. Η αρχή μου φαίνεται τόσο πιο εύκολη συγγραφικά. Παραδόξως στο «Κάπου Αλλού» το τέλος ήρθε πολύ οργανικά μέσω της ιστορίας. Η πορεία των χαρακτήρων το είχε διαγράψει σχεδόν εξ αρχής. Είμαι πολύ ικανοποιημένη που δεν έχω δεύτερες σκέψεις, και όλοι οι beta readers συμφώνησαν ότι έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Όσο για τις άλλες μου ιστορίες, μακάρι να είχα πάντα μια καλή ιδέα για το τέλος πριν γράψω το κείμενο. Συνήθως αποφασίζω αργότερα και στις διορθώσεις επιστρέφω στην αρχή του κειμένου για μια διακριτική προοικονομία.


Θεωρείτε ότι η οικονομική κρίση έχει πλήξει το βιβλίο και πώς;

Ν.Π. Ζω στη Σουηδία εδώ και πέντε χρόνια. Προσπαθώ να αγοράζω ελληνικά βιβλία στις διακοπές μου, και πρόσφατα μου ήρθε ένα πεντόκιλο κουτί από την Αθήνα γεμάτο Bell. Αν όμως ήμουν στην Ελλάδα θα αγόραζα βιβλία πολύ συχνότερα, οπότε αν σκεφτεί κανείς πόσοι νέοι αναγνώστες έχουν φύγει, προφανώς τα πράγματα για το βιβλίο είναι πιο δύσκολα. Φυσικά στα οικονομικά των εκδοτικών υπάρχουν κι άλλες παράμετροι που δεν είμαι αρμόδια να γνωρίζω. Πάντως θα έρθω στα λόγια του Χάρη Νικολακάκη που σε ερώτηση για επιβίωση της αγοράς βιβλίων είπε ότι είναι χρέος των εκδοτικών να εκδίδουν καλά βιβλία και να δημιουργούν νέους αναγνώστες. Εκεί νομίζω βρίσκεται η λύση. Για πολύ καιρό στην Ελλάδα το βιβλίο συμβόλιζε ανώτερες τάξεις, ντεμέκ υψηλή κουλτούρα και ακόμη κι όταν η τιμή του ήταν προσιτή, μεγάλο μέρος του κοινού προτιμούσε να δει μπάλα. Δε τους αδικώ. Είναι ανάγκη να αποκαθηλώσουμε το βιβλίο από αυτό το σύμβολο τέχνης, ώστε να μπορεί ο κόσμος να το δει μέσα στην καθημερινότητά του. Δεν υπάρχει για μένα «σκουπίδι» στη λογοτεχνία, όλα είναι περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Χαίρομαι με την επιτυχία κάθε βιβλίου, γιατί είναι θετική για το χώρο συνολικά.


Mια “παραδοσιακή” ερώτηση: Ετοιμάζετε ή έχετε ήδη κάποιο επόμενο βιβλίο στο μυαλό σας;

Ν.Π. Είχα στο νου μου ένα μυθιστόρημα το καλοκαίρι κι είχα γράψει ένα σκασμό σημειώσεις. Τώρα όμως νιώθω ότι έχω φύγει από εκείνη τη διάθεση κι αναρωτιέμαι αν μπορώ να γράψω μια πραγματικά σκοτεινή ιστορία. Θα δείξει! Σε κάθε περίπτωση είναι ευλογία που όλα αυτά μπορώ να τα συζητάω με τον άντρα μου και να βλέπω ότι με καταλαβαίνει λόγω προσωπικής εμπειρίας.


Κλείστε με μία ευχή για το Will o’ Wisps.

Ν.Π. Εύχομαι υγεία κι ευτυχία για το 2020, με όλη τη μαγεία που αυτό θα φέρει. Μακάρι να ανακαλύπτετε πάντα νέες γεύσεις φανταστικού και να έχετε έμπνευση για όλα σας τα σχέδια!