Η Δόξα της Θεάς Βασίλισσας
Απόψε ήταν η νύχτα. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο παγωμένη, που κορμί και ανάσα αποζητούσαν κάτι ζεστό να τα κρατήσει στη ζωή. Το πιο λαμπερό φεγγάρι γέμιζε τον ουρανό και τα άστρα χλώμιαζαν από το φως του. Η Καρδιά του Χειμώνα είχε βρει τη νεαρή ιέρεια της Θεάς Βασίλισσας έτοιμη να κάνει το καθήκον της. Καθήκον… οι λέξεις τρυπούσαν τα αυτιά της. Αυτό που είχε κληθεί να κάνει ήταν δύσκολο… πολύ δύσκολο. Ήταν νέα, όμορφη, μορφωμένη, αφιερωμένη στη Θεά, κι όμως έπρεπε να…
Έστρεψε το βλέμμα της στη Σελήνη, πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα γύρισε να κοιτάξει την αγαπημένη της φίλη που τη βοηθούσε να ετοιμαστεί.
«Είσαι σχεδόν έτοιμη», είπε με ένα γλυκό χαμόγελο η κάπως μεγαλύτερη κοπέλα.
«Δεν νιώθω καθόλου έτοιμη… Αισθάνομαι πως αυτό το φεγγάρι μου πλακώνει την ψυχή…»
«Σκέψου πως είσαι η εκλεκτή ιέρεια…»
«Μακάρι να ήμουν η τελευταία χωριατοπούλα»
«Η καταγωγή σου είναι σπουδαία. Δεν θα μπορούσες ποτέ να γίνεις κι εσύ κάτι λιγότερο από σπουδαία. Έλα… μόνο μια μικρή λεπτομέρεια έμεινε για να είσαι πραγματικά τέλεια»
Η νεαρή γυναίκα φόρεσε στην ιέρεια μια μάσκα που της έκρυβε το μισό πρόσωπο. Ήταν φτιαγμένη από δέρμα ελαφιού και στολισμένη με φτερά παγωνιού. Δεύτερη βαθιά ανάσα. Σηκώθηκε όρθια. Έπρεπε… ήταν το καθήκον της. στράφηκε προς την πόρτα και πέρασε αργά στη μεγάλη αίθουσα του ναού.
Κατάμεστος. Ο λαός είχε έρθει να λατρέψει, να ελπίσει ξανά πως το φως και η θέρμη του ήλιου θα επέστρεφαν. Στο κέντρο του ναού ένας θρόνος μαρμάρινος, σκεπασμένος με βαρύ πορφυρό βελούδο. Ο άντρας που καθόταν επάνω ήταν μεγαλόπρεπος. Τα μαλλιά του έλαμπαν στο φως των πυρσών, μαύρα σαν τα κορακόφτερα της μάσκας της ιέρειας. Και το δικό του μισό πρόσωπο κρυμμένο πίσω από μάσκα, στολισμένη με φτερά αετού, άγριος και δυνατός, σηκώθηκε ορθός μόλις την είδε.
Την πλησίασε αργά ενώ το πλήθος άρχισε να μουρμουρίζει. Όταν έφτασε κοντά της τα μάτια του πίσω από τη μάσκα εξερεύνησαν τα δικά της. Το σκούρο γένι του ήταν περιποιημένο, το σώμα του καλογραμμένο και δυνατό. Αλλά τα μάτια του… σαν νυχτερινός ουρανός, σαν τον ουρανό του χειμώνα, έλαμπαν και η ιέρεια ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά… Μα όχι, δεν ήταν η καρδιά της.
Ήταν οι μουσικοί που άρχισαν να παίζουν. Μια μελωδία στην αρχή αργή, μα όσο περνούσαν οι στιγμές όλο και θέριευε ο ρυθμός, όλο και γινόταν πιο άγριος, οργιαστικός σχεδόν. Και ο λαός χτυπούσε τα πόδια του στο δάπεδο, ο ναός σειόταν, μα ο άντρας με τη μάσκα, ο ιερέας του Θεού Βασιλιά, δεν έκανε καμία κίνηση να αγγίξει την ιέρεια. Ο χρόνος στάθηκε πάνω από το ναό, εκεί δίπλα στο φεγγάρι.
Οι θεοί δεν χρειάζεται να μιλούν μεταξύ τους. Αν ήταν άνθρωποι όμως, η Θεά Βασίλισσα και ο Θεός Βασιλιάς με ένα χαμόγελο κατανόησης θα κοίταζαν την ιέρεια και τον ιερέα τους, που μαρμαρωμένοι έστεκαν ο ένας αντίκρυ στον άλλον, μην τολμώντας να κάνουν αυτό που επιθυμούσαν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο. Και θα έκαναν αυτό που έπρεπε ώστε η αποψινή βραδιά, που ήταν προς τιμήν τους, να αλλάξει τον κόσμο ολάκερο.
Σαν ασημένιο αόρατο φίδι κατέβηκε η Θεά Βασίλισσα και τύλιξε την ιέρεια από τα πόδια ως το λαιμό, δίνοντας της ένα μικρό, τρυφερό τσίμπημα στη βάση του αυχένα. Τόσο όσο να την ξυπνήσει. Κι ο Θεός Βασιλιάς πέταξε σαν αετός και στάθηκε στο δεξί ώμο του ιερέα. Και μια αστραπή έμοιασε να διαπερνάει την ατμόσφαιρα. Ακριβώς εκεί που στέκονταν η ιέρεια κι ο ιερέας. Ανάμεσά τους.
Ο άντρας άρπαξε τη γυναίκα. Και χόρεψαν. Εκστατικά. Για πόσο… κανείς δεν θυμόταν. Και ο λαός χόρευε κι αυτός επευφημώντας. Και το ζευγάρι των θεών ήταν έτοιμο. Σαν τράβηξε την ιέρεια ο άντρας με τη μάσκα στην κάμαρά της, η Θεά Βασίλισσα τρύπωνε μέσα στην ύπαρξη της νεαρής γυναίκας, αθέατη, σαν ανάσα. Κι ο Θεός Βασιλιάς γελώντας ήταν αυτός που όριζε πια το κορμί του ιερέα του.
Κι έσμιξαν. Ιερέας και ιέρεια. Θεός και θεά. Στον ατελείωτο χορό του πάθους και της δημιουργίας. Του έρωτα και της ζωής.
Το αηδόνι έδωσε τη θέση του στον κορυδαλλό. Ξημέρωνε. Ο ιερέας άνοιξε αργά τα μάτια του και αντίκρισε την όμορφη γυναίκα στο πλάι του. Της έβγαλε αργά τη μάσκα κι ύστερα αφαίρεσε και τη δική του. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσει.
«Ποιο είναι το όνομά σου, βασίλισσα της καρδιάς μου;»
«Αλκμήνη, άρχοντά μου, της γενιάς του Περσέα»
«Το δικό μου είναι Αμφιτρύωνας. Κι αν με θέλεις θα γίνω ο βασιλιάς σου και μαζί θα βασιλέψουμε τη Θήβα»
Κι έσμιξαν πάλι στο γλυκοχάραμα, άντρας και γυναίκα πια. Στον ατελείωτο χορό του πάθους και του έρωτα.
Οι θεοί δεν χρειάζεται να μιλούν. Η Ήρα όμως το έκανε.
«Δυο γιούς θα κάνει. Ο ένας είναι δικός μας»
«Η δόξα σου», απάντησε ο Δίας που αγαπούσε το παράξενο καπρίτσιο της βασίλισσάς του.
«Θα φέρει ελπίδα στους ανθρώπους. Μα θα έχει μοναχικό και δύσκολο δρόμο».
«Το έχουμε κάνει και ξανακάνει αυτό, αγαπημένη μου. Να μπούμε σε σώματα θνητών για να γεννηθούν παιδιά που θα ξαναφέρουν την Αρμονία»
Η Ήρα κοίταξε σκεπτική τις νεφέλες που έκρυβαν τον ορίζοντα.
«Όπως και τα άλλα παιδιά που κάναμε μέσα από θνητούς, έτσι και αυτού του γιού μας η ιστορία θα ειπωθεί αλλιώς στα χείλη των ανθρώπων. Τις δοκιμασίες που θα του θέσω για να κερδίσει τη θέση του ανάμεσά μας, θα τις τραγουδήσουν για μίσος κι έχθρητα. Κι όταν κάποτε εμείς θα είμαστε μόνο μια ανάμνηση παρηγοριάς για τους λιγοστούς που μπορούν να βλέπουν την αλήθεια στα νέφη, στις λίμνες και στο πέταγμα των πουλιών, τότε μόνο θα υπάρξουν αυτοί που θα γράψουν τις ιστορίες μας όπως πραγματικά έγιναν»
Οι νεφέλες τύλιξαν το θεϊκό ζευγάρι, την ίδια ώρα που ο ήλιος τύλιγε το ανθρώπινο κάτω στη Γη.
Εννέα μήνες αργότερα ένας μοναχικός ήρωας κι ένας βασιλιάς από δυνατή γενιά, γεννιόνταν στο κρεβάτι του βασιλιά και της βασίλισσας της Θήβας.
Η ιστορία μόλις άρχιζε…
© Δήμητρα Μπενίση, για το Will o' Wisps.gr
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του κειμένου, για οποιαδήποτε κοινοποίηση ή χρήση του περιεχομένου, παρακαλούμε επικοινωνήστε με τη συγγραφική ομάδα του Will o' Wisps.gr.
Guest Post
Η Δήμητρα Μπενίση είναι συγγραφέας - αφηγήτρια και ζει και εργάζεται στην Αθήνα.