Οι Μοίρες της ελληνικής λαογραφίας

[217-219] ...καὶ Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους,

[Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῖσι

γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε,]

[217-219] Γέννησε και τις Μοίρες και τις Κήρες που τιμωρούνε ανελέητα,

[την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο,

που δίνουν στους θνητούς όταν γεννιούνται το καλό και το κακό,]

Ησίοδος, Θεογονία

 

Art by The Norns (1895)

Art by The Norns (1895)

Όταν γεννιέται ένας άνθρωπος, λένε πως ό,τι περάσει στη ζωή του είναι «της μοίρας του γραφτό». Δεν ξέρουμε, όμως, αν όντως είναι θέμα τύχης αν καλοπορευτεί ή κακοπορευτεί ή αν είναι θέμα επιλογών. Οι άνθρωποι ανέκαθεν πίστευαν πολύ στη Μοίρα. Από τα αρχαία χρόνια οι Έλληνες είχαν προσωποποιήσει τη μοίρα-τύχη με τη μορφή μικρών θεοτήτων.

Οι Μοίρες απεικονίζονται, συνήθως, ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Το νήμα που κρατούν στα χέρια τους είναι η ανθρώπινη ζωή, συμβολίζοντας έτσι το πόσο μηδαμινή κι ασήμαντη αποδεικνύεται τελικά, αφού κόβεται με το παραμικρό, όπως η κλωστή.

Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ, γνέθει το νήμα της ζωής. Η δεύτερη, η Λάχεσις, μοιράζει τους κλήρους, καθορίζοντας τι θα «τύχει» στον καθένα και η τρίτη, η Άτροπος, κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, το νήμα της ζωής των ανθρώπων. Οι Μοίρες είναι οι δυνάμεις που ευθύνονται για τα καλά και τα άσχημα της ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι άνθρωποι πίστευαν πως δεν ήταν τρεις, αλλά μία ή δύο, όπως για παράδειγμα συνέβαινε στο μαντείο των Δελφών, όπου λάτρευαν μόνο τη Μοίρα της Γέννησης και τη Μοίρα του Θανάτου.

Άλλες ονομασίες με τις οποίες αναφέρονται είναι Πεπρωμένη και Ειμαρμένη.

Η λέξη «μοίρα» προέρχεται από το ρήμα «μοιράζω», είναι δηλαδή το «μερίδιο» – «μερτικό», το κομμάτι που παίρνει ο κάθε δικαιούχος από τον διαμοιρασμό ενός συνόλου. Έτσι μοίρα σημαίνει πάνω απ’ όλα το μερίδιο που διεκδικεί ο καθένας στη ζωή και την ευτυχία.

Πίστευαν πως το νήμα της ζωής το έγνεθαν οι Μοίρες δυο φορές κατά τη διάρκειά της, μία κατά τη γέννηση και μία κατά τον γάμο, διότι ήταν δύο γεγονότα σημαντικά για την περαιτέρω πορεία της. Ο Νέστωρ, ο βασιλιάς της Πύλου, λόγου χάριν, αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα πρότυπο ζωής: χάρη στην εύνοια της Μοίρας έζησε πολύ και από τον γάμο του απέκτησε πολλούς γιους.

Ενδεικτικός για τον ρόλο που έπαιζαν οι Μοίρες στη γέννηση του ανθρώπου, είναι ο μύθος του Μελεάγρου, του Αιτωλού μυθικού ήρωα. Όταν η Αλθαία θέλησε να μάθει την τύχη του νεογέννητου γιου της, παραφύλαξε τις Μοίρες, τη νύχτα που θα έρχονταν να αποφασίσουν για τη ζωή του μωρού, όπου άκουσε από την Κλωθώ πως θα γίνει όμορφο και από τη Λάχεση πως θα γίνει δυνατό. Η Άτροπος όμως, φώναξε πως πρόκειται το παιδί να πεθάνει σε λίγο κι έδειξε ένα πυρωμένο ξύλο που καιγόταν στο τζάκι.

Έπειτα, είπε πως αυτό θα συμβεί μόλις το δαυλί αποκαεί. Αφού έφυγαν οι Μοίρες από το δωμάτιο, η μητέρα άρπαξε το μισοκαμμένο ξύλο, το έσβησε και το έχωσε βαθιά μέσα σε μια κασέλα. Κράτησε για χρόνια κρυφό το μυστικό της ζωής του γιου της κι εκείνος μεγάλωνε κι ομόρφαινε. Όταν κάποτε πήγε για κυνήγι μαζί με τον αδερφό της μητέρας του, μάλωσε μαζί του για τη μοιρασιά και πάνω στον θυμό του, τον σκότωσε. Όταν εκείνη το έμαθε, έτρεξε αμέσως στην κασέλα, έβγαλε το δαυλί και το έριξε στη φωτιά. Μόλις κάηκε εντελώς, ο γιος της άφησε την τελευταία του πνοή.

Στα ομηρικά έπη, η Μοίρα είναι κάτι το δεδομένο από την αρχή της ζωής. Οι Μοίρες όμως είναι απλώς το όργανο στην υπηρεσία των θεών, που εκτελούν τη θέλησή τους. Το νήμα της ζωής το γνέθουν ουσιαστικά εκείνοι, οι οποίοι καθορίζουν τα γεγονότα, τις περιπέτειες, τον πλούτο και τον θάνατο για τον κάθε άνθρωπο. Οι θεοί μπορούν και έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη μοίρα, αφού οι ίδιοι την ορίζουν στην αρχή της ζωής των θνητών. Μια τέτοια αλλαγή, όμως, θα είχε πολύ άσχημες συνέπειες, διότι θα διατάρασσε την αρμονία και την τάξη.

Ο Δίας λοιπόν, μπορεί ν’ αλλάξει τη Μοίρα, μα προτιμά να μην το κάνει, διότι τότε και οι άλλοι θεοί θα ζητούσαν να κάνουν το ίδιο για τους δικούς τους προστατευόμενους. Η Μοίρα είναι πάνω απ’ όλα ιδιοκτησία του, γι’ αυτό και τον ονόμαζαν «Μοιραγέτη» (ηγέτη των Μοιρών) παρόλο που τον περιορίζει και αναγκάζεται να τη σεβαστεί. Το θέμα της Μοίρας απασχόλησε, όπως ήταν φυσικό, και όλους τους μεταγενέστερους ποιητές και φιλοσόφους.

Ήδη από την εποχή του Ησιόδου (7ος αι.) οι Μοίρες δεν είναι πλέον τα όργανα που εκτελούν τυφλά τη βούληση των θεών, μα έχουν και κάποιες δικές τους αρμοδιότητες και ρόλους.

Εξετάζοντας τους ρόλους που με τον καιρό απέκτησαν οι Μοίρες, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Ησίοδος μας πληροφορεί πως υπήρχαν δύο εκδοχές για την καταγωγή τους. Σύμφωνα με την πρώτη, οι Μοίρες ήταν κόρες της Νύχτας που μοιράζουν τα καλά και τα κακά, μα καταδιώκουν θεούς και ανθρώπους για τα εγκλήματά τους, μέχρι να τους εκδικηθούν και να τους τιμωρήσουν με τρόπο φοβερό.

Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή, ήταν κόρες του Δία και της Θέμιδας . Προσέθεταν μάλιστα και μια τέταρτη αδερφή, την Τύχη, που θεωρούνταν ότι είχε και το μεγαλύτερο κύρος. Οι δύο αυτές εκδοχές συμβολίζουν και δύο διαφορετικούς ρόλους. Ως κόρες της Νύχτας είναι κακοποιές δυνάμεις, που συγγενεύουν με το σκοτάδι, τον Άδη και τον Κάτω Κόσμο. Από την άποψη αυτή, συνδέονται με τις Ερινύες, που επίσης είναι αδίστακτες τιμωροί των ανθρώπων. Ακριβώς όμως, επειδή οι πράξεις του ενός έχουν άμεσο αντίκτυπο στο σπίτι του και στους γύρω του, η κρίση των Μοιρών, που επιβάλλεται εντελώς αυθαίρετα και ανεξάρτητα από τους θεούς, φτάνει να αφορά και ολόκληρες οικογένειες, κάποτε για πολλές γενιές.

Art by John Melhuish Strudwick

Art by John Melhuish Strudwick

Ως κόρες του Δία και της Θέμιδας, από την άλλη πλευρά, είναι δυνάμεις καλοπροαίρετες, ουράνιες και φωτεινές, που λαμπρύνουν με την παρουσία τους σημαντικά γεγονότα, όπως η ίδρυση των Ολυμπιακών αγώνων.

Είναι θεότητες της ευτυχίας και της ευλογίας, καθώς και όργανα της βούλησης των θεών. Μιλάμε, επομένως, για τα εντελώς αντίθετα απ’ αυτά που αναφέρονται παραπάνω. Ο Πίνδαρος διηγούνταν πως εκείνες οδήγησαν με χρυσά άλογα τη Θέμιδα (που δεν ήταν όμως μητέρα τους, σύμφωνα με τον ποιητή) στον Όλυμπο, για να παντρευτεί τον Δία, επιβεβαιώνοντας έτσι την παραδοσιακή σχέση τους με τον γάμο, ως θεότητες ευγονίας και ευτυχίας. Τις συναντάμε να τραγουδούν στους γάμους της Θέτιδας, καθώς και του Δία και της Ήρας.

Άλλες εκδοχές για την καταγωγή τους αναφέρουν ότι είναι κόρες του Έρεβους και της Νύκτας, του Κρόνου και της Νύκτας, της Ανάγκης του Χάους και του Ωκεανού και της Γαίας.

Όταν μια κοπέλα στην αρχαία Αθήνα γινόταν νύφη, προσέφερε τις κοτσίδες της στις Μοίρες και οι γυναίκες ορκίζονταν στο όνομά τους. Επίσης, έχοντας άμεση σχέση με τη γέννηση των ανθρώπων, διότι η δύναμη τους κατά κύριο λόγο τότε φανερώνεται, είναι πολύ συχνά παρούσες στις γέννες ως βοηθοί, όπως για παράδειγμα στη γέννηση του Ασκληπιού. Γι’ αυτό και συνήθιζαν να τις λατρεύουν μαζί με θεές σχετικές με τον τοκετό, όπως η Άρτεμις και η Ειλειθυία (που έφερνε τους πόνους της γέννας).

Τις Μοίρες τις συναντάμε μέχρι σήμερα διατηρημένες στη λαϊκή μας παράδοση, ως απόγονοι των τριών Μοιρών της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Παρουσιάζονταν συχνά σαν τρεις γυναίκες που ζουν σε ένα παλάτι στην άκρη του κόσμου ή σε μια σπηλιά ενός ψηλού βουνού.

Άλλοτε έχουν όψη όμορφων, ασπροντυμένων γυναικών και άλλοτε καλότροπων γριών. Μερικές φορές, όμως, παρουσιάζονταν και σαν οξύθυμες, άσχημες γριές με μεγάλα δόντια. Σε μερικά μέρη πιστεύεται πως η Μοίρα παρουσιάζεται σαν μύγα παρδαλή που κάθεται στη μύτη του νεογέννητου.

Οι Μοίρες επισκέπτονται τα βρέφη λίγο μετα τη γέννησή τους κι άλλες φορές κρατούν ψαλίδι, αδράχτι, ρόκα και λινάρι κι άλλες ένα μαργαριταρένιο κομπολόι, μολύβι και βιβλίο όπου  γράφουν τη μοίρα του καθενός.

Ο Ν. Πολίτης έχει καταγράψει πλήθος αναφορών – διηγήσεων από ανθρώπους που αντάμωσαν τις Μοίρες, οποίοι ήταν αλαφροΐσκιωτοι, ή άκουσαν για αυτές.

Διήγηση από την Αράχωβα:

«…Οι Μοίρες είναι τρεις γριές με μεγάλα δόντια και περβατούν πάντα μαζί και κουκουλωμένες. Θυμώνουν εύκολα. Μπαίνουν πάντα τη νύχτα στο σπίτι που είναι μωρό παιδί . Καμία φορά μπαίνουν και την ημέρα, αλλά όταν κοιμάται η λεχώνα και δεν είναι κανείς άλλος μπροστά…»

Μια άλλη διήγηση που μας έρχεται από την Αίγινα μας μαρτυράει τούτα:

«Τα μοιραίνουν τα παιδιά την τρίτη ημέρα, και το ξεύρουνε αυτό όλοι, γι’ αυτό ετοιμάζουν το παιδί και συγυρίζουν το σπίτι, για να δεχτούν τις Μοίρες και βάνουν και στη μέση στην κάμαρη που είναι η λεχώνα τραπέζι με τρία καθίσματα και στο τραπέζι απάνου έχουν μέλι και τρεις καρδιές από μύγδαλα και τρία κουταλάκια, τρία ποτήρια νερό και τρία βαγιόλια (=πετσετάκια). Και κάνουν ό,τι μπορούν, για να ευχαριστήσουν τις Μοίρες και να καλομοιράνουν το παιδί».

Περιδιαβαίνοντας την Ελλάδα θα δούμε έθιμα που αναβιώνουν ακόμα και σήμερα ή άλλα που τείνουν να εκλείψουν ή τέλος κάποια που έχουν χαθεί και τα συναντάμε μόνο μέσα από λαογραφικά αναγνώσματα ή μαρτυρίες ηλικιωμένων παραμυθάδων.

Στην Κάρπαθο συναντάμε, όπως τελείται σήμερα, το έθιμο των «Εφτά» ημερών από τη γέννηση του παιδιού, με τα αυτοσχέδια στιχουργήματα για την επίκληση των Μοιρών, να αποτελούν απαραίτητη συνοδεία του όλου τελετουργικού:

«Ελάτε Μοίρες στα “Εφτά” μ’ ολόχρυσο βαπόρι

να την καλομοιράσετε της κόρης μου την κόρη.

Ελάτε Μοίρες των Μοιρών, καλομοιράσετέ το

 τούτο το νεογέννητο, το τρυφερό μπουκέτο».

Την ημέρα αυτή ετοιμάζεται και το παραδοσιακό γλυκό της γιορτής, η γνωστή «αλευρά». Πρόκειται για γλυκό που παρασκευάζεται από αλεύρι και διάφορα μπαχαρικά. Όλοι με ένα πιρούνι, αλείφοντας τη ζύμη στο μέλι, πρέπει να φάνε «εφτά» πιρουνιές «αλευρά». Το υπόλοιπο της οποίας, μετά τα κεράσματα, αφήνεται να το φάνε οι Μοίρες, που θα έρθουν το ίδιο βράδυ να μοιράνουν το νεογέννητο παιδί, ώστε να είναι γλυκιά η απόφασή τους.

Στην Κάλυμνο έφτιαχνε η μητέρα τρία γλυκά ακριβώς τα ίδια σε σχήμα και μέγεθος και τα άφηνε σε πιατάκια πάνω σε ένα τραπεζάκι με το νερό δίπλα. Τα γλυκά έπρεπε να είναι ακριβώς τα ίδια για να μη νιώσει καμιά από τις μοίρες αδικημένη και εκδικηθεί το μωρό στη ζωή του. Έτσι οι μοίρες θα έτρωγαν, θα έπιναν και ευχαριστημένες θα μύρωναν το μωρό.

Στο όμορφο νησί της Λήμνου την τρίτη ημέρα έρχονταν οι Μοίρες για να μοιράνουν το παιδί γι’ αυτό και η μητέρα του παιδιού από το πρωί του τραγουδούσε:

«Απόψε θα’ρθουν οι Μοίρες σου

την Τύχη σου να γράψουν

γι’ αυτό έχω την έννοια σου

τα μάτια σ’ να μην κλάψουν.

Κοιμήσου χαϊδεμένε μου

κι η Μοίρα σου δουλεύει

και το καλό σου ριζικό

σου κουβαλά και φέρνει.

Κοιμήσου κι όνειρο να δης

που’σαι με τα αγγελούδια

μέσα σε τριαντάφυλλα

λογιών λογιών λουλούδια».

Πίστευαν, σύμφωνα με το μοτίβο που συναντάμε σχεδόν σε όλες τις περιοχές, πως  οι Μοίρες έμπαιναν κατά τη διάρκεια της νύχτας ή την ώρα που η λεχώνα κοιμόταν και δεν ήταν κανείς μπροστά. Οι Μοίρες ήταν τρεις, ασπροντυμένες ηλικιωμένες γυναίκες. Η μία κρατούσε ρόκα με λινάρι, η δεύτερη αδράχτι και η τρίτη ψαλίδι. Στο μοίρασμα απάνω η μία με τη ρόκα της γνέθει, η άλλη με το αδράχτι της τυλίγει (κάθε τύλιγμα ήταν κι ένας χρόνος). Όταν τελείωνε το μοίρασμα, η τρίτη με το ψαλίδι της έκοβε το νήμα.

Για να φέρουν καλά στο νεογέννητο οι Μοίρες, η μητέρα φρόντιζε, ώστε η κούνια του μωρού να είναι προσεγμένη και καθαρή. Δίπλα στη κούνια υπήρχε ψωμί και μέλι για να γλυκαθούν οι Μοίρες και να ευνοήσουν το μωρό.

Στη Υπάτη, στο νομό Φθιώτιδας συναντάμε το «μύρωμα του μωρού». Το πρωί της τρίτης ημέρας από τη γέννηση του μωρού, έβαζαν το μωρό σε μία σκάφη με χλιαρό νερό και μέσα έριχναν αργυρά νομίσματα τα οποία λέγονταν κολυμπίδια και μετά τα έδιναν σαν δώρο στη μαμή. Μετά έντυναν το μωρό με καινούργια ρούχα και το βράδυ ετοίμαζαν στο σπίτι της λεχώνας τραπέζι με διαλεχτά φαγητά και μπόλικο κρασί. Στο τραπέζι ακόμα έβαζαν ένα δοχείο με γλυκό, τρία κουταλάκια και τρία ποτήρια νερού για να φάνε οι τρεις Μοίρες και να γλυκάνουν τη ζωή του μωρού. Στο μαξιλάρι του μωρού αυτό το βράδυ οι γονείς έβαζαν διάφορα αντικείμενα ανάλογα με τι επιθυμία είχαν για το μέλλον του παιδιού τους (συνήθως έβαζαν χρήματα, κλωστές μεταξωτές, μαχαίρι μαυρομάνικο κ.τ.λ)..

Το ίδιο περίπου έθιμο συναντάμε και στη Μυτιλήνη, όπου οι γονείς έβαζαν κάτω από το προσκέφαλο κοσμήματα, φλουριά ή και σταυρούς για να καλοπιάσουν τις Μοίρες.

Les Parques, Alfred Agache (1843-1915)

Les Parques, Alfred Agache (1843-1915)

Στην Αργολίδα έστρωναν το καλύτερο τραπεζομάντηλο της λεχώνας, τοποθετούσαν πάνω στο τραπέζι ένα καρβέλι φρέσκο ψωμί, μια κανάτα νερό και ένα μαχαίρι μαυρομάνικο, ενώ κάποιες άλλες φορές θεωρούσαν σημαντικό να υπάρχει και κάποιο γλυκό. Η μαμή ή κάποια άλλη γυναίκα παρέμεναν τις τρεις πρώτες ημέρες στο σπίτι και τις νύχτες περίμεναν την έλευση των Μοιρών. Εάν αυτές έμεναν ευχαριστημένες από το τραπέζι, τότε θα ήταν ευνοϊκές, διαφορετικά το μωρό δεν θα είχε καλή τύχη. Η μαμή, σιωπηλή και κρυμμένη παρακολουθούσε τη συνομιλία των Μοιρών και δεν παρέμβαινε, ενώ την επομένη το πρωί διηγούνταν στη λεχώνα το τι είχε ειπωθεί. Το ψωμί, το νερό και το μαυρομάνικο μαχαίρι φαίνεται πως αποτελούσαν μαγικά αποτρεπτικά αντικείμενα, τα οποία υποτίθεται πως έχουν πολύ καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των άσχημων ονείρων. 

Το θέμα, όμως, της μοίρας απασχόλησε κι άλλους λαούς. Έτσι, στους Ρωμαίους συναντάμε τις Μοίρες ως Fata ή Parcae. Ήταν τρεις γυναίκες οι οποίες περιγράφονταν ως ηλικιωμένες, αυστηρές, ψυχρές και αμείλικτες και τις παρουσίαζαν ως κακές γυναίκες, που στερούσαν την ελπίδα και την επιθυμία στους ανθρώπους. Έλεγχαν το νήμα της ζωής κάθε θνητού και αθάνατου από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο. Ακόμα και οι θεοί τις φοβόντουσαν.

Τα ονόματα των τριών Parcae ήταν η Nona, η οποία περιέστρεφε το νήμα της ζωής στη ρόκα, η Decima, που μετρούσε το νήμα της ζωής και η Morta, η οποία έκοβε το νήμα της ζωής και επέλεγε τον τρόπο του θανάτου ενός ατόμου.

Οι τρεις Μοίρες απαντώνται και σε άλλες ευρωπαϊκές μυθολογίες να παίζουν τον ίδιο ρόλο, όπως στη σκανδιναβική μυθολογία όπου είναι αντίστοιχα οι τρεις Norn. Ήταν τρεις γριές που ονομάζονταν Urd, δηλαδή αυτό που έχει γίνει, Verdandi, αυτό που γίνεται, και Skuld, το πρέπον.

Κατοικούσαν κάτω από τις ρίζες του Yggrdasil, του παγκόσμιου δέντρου στο κέντρο του κόσμου, όπου υφαίνουν το κέντημα των μοιρών. Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι μια κλωστή στον αργαλειό τους, και το μήκος της κλωστής είναι το μήκος της ζωής του προσώπου.

Έτσι καθετί έχει τον προορισμό του στη Σκανδιναβική μυθολογία. Ακόμα και οι θεοί έχουν τις δικές τους κλωστές, αλλά οι Norn δεν τους αφήνουν να τις δουν. Αυτή η υποταγή των θεών σε μια δύναμη πέρα από τον έλεγχό τους και η συνέπειά της, ότι δηλαδή και αυτοί θα έχουν ένα τέλος, είναι μείζονα θέματα της λογοτεχνίας που περιβάλλει τη σκανδιναβική μυθολογία.

 Όπως καταλαβαίνετε, είναι μακρύς ο κατάλογος των αναφορών για τις Μοίρες στην Ελληνική λαογραφία, αλλά και στη λαογραφία άλλων χωρών και δεν είναι δυνατόν να ειπωθούν όλες εδώ. Μέσα από αυτές τις διηγήσεις και τα έθιμα βγαίνει το συμπέρασμα πως όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν και πίστευαν στη μοίρα και πως «ό,τι γράφει» εκείνη «δεν ξεγράφει», κι ας παραπονιέται ο λαϊκός μαντιναδολόγος:

«Μ’ έκανε η μοίρα μερακλή, μα στ’ άλλα υστερούμαι

κι ώστε να ζω της μοίρας μου θα της παραπονιούμαι…»

 

Πηγές:

https://laografia-spata.gr/ethima-gennas-loxeias/

https://www.eleftheriaonline.gr/local/politismos/history/item/149257-ena-aitoliko-paramythi-o-kalydonios-kapros

https://argolikivivliothiki.gr

https://www.greekmythology.com/Other_Gods/The_Fates/the_fates.html

https://www.mixanitouxronou.gr/apo-pou-vgike-i-ekfrasi-mireos-thanatos-pos-i-tris-mires-egnethan-to-nima-tis-zois-ke-kathorizan-to-pepromeno-ton-anthropon/

http://www.tsakonianarchives.gr/xronika-h-mitera-paidi/

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%BF%CF%81%CE%BD

Δημήτριος Β. Οικονομίδης, «Η μοίρα και οι Μοίρες στην Ελληνική λαϊκή παράδοση», Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, 2006

Γεράσιμος Α. Ρηγάτος, Το τετράφυλλο τριφύλλι: Γλωσσική, πολιτιστική και λαογραφική προσέγγιση της καλής τύχης, Εκδ. Ascent, Αθήνα 2009

Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης, Καρπαθιακή Λαογραφία: Όψεις του λαϊκού πολιτισμού, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καρπάθου, Αθήνα 2001

Νικόλαος Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παραδόσεις – Μέρος Α΄.

– Παροιμίαι , Τόμος Β΄

Φίλιππος Μανδηλαράς, Τα ξωτικά, Εκδ. Φυτράκης, 2004