Χίλιες και Μία Ανατολές: Ιστορίες του Αραβικού Κόσμου
Η ιστορία μιας συλλογής ιστοριών που δίνουν αίσιο τέλος σε μια άλλη ιστορία.
Σημείωση του γράφοντος: το παρακάτω κείμενο έχει κατά τόπους τολμηρές περιγραφές (δίχως όμως να γίνονται ωμές) και ορισμένους χαρακτηρισμούς που ίσως φαντάζουν αδιανόητοι στη σύγχρονη εποχή, όμως αντανακλούν την όσο το δυνατόν πιο κοντινή απόδοση του κειμένου των πηγών, καθώς και τα ήθη και τα έθιμα που διέπουν το πλαίσιο των ιστοριών. Διαβάστε υπεύθυνα.
«Δυο άνδρες ιππεύουν μέσα στην πυρωμένη έρημο. Η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στους αμμόλοφους τούς τυφλώνει, καυτοί κόκκοι άμμου γδέρνουν το δέρμα των χεριών τους και κάνουν τα ζωντανά τους να ιδρώνουν. Κάποτε φτάνουν σε μια όαση κοντά στη θάλασσα. Τ’ άλογα ξαποσταίνουν, άνθρωποι και ζώα δροσίζονται στο νερό κι οι δυο άντρες γέρνουν στον κορμό μιας φοινικιάς ώσπου να περάσει η πύρα του μεσημεριού…»
Η περιγραφή αυτή θα μπορούσε ν’ αποτελεί μεταφορά ή ακόμα και κυριολεξία για την αυγουστιάτικη Ελλάδα (με εξαίρεση τα άλογα), πράγμα που κάνει το παρόν άρθρο ιδιαίτερα επίκαιρο. Το παραπάνω αποτελεί αφηγηματική απόδοση μιας σκηνής από τη λεγόμενη ιστορία-πλαίσιο στις Χίλιες και Μία Νύχτες, η οποία σύντομα θα οδηγήσει σε μια μεταφυσική συνάντηση και παθιασμένες περιπτύξεις.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, μια φορά κι έναν καιρό…
Οι Χίλιες και Μία Νύχτες, ή Παραμύθια της Χαλιμάς στα καθ’ ημάς, ή ακόμη Arabian Nights ανά τον κόσμο, είναι μια συλλογή ιστοριών ποικίλων ανατολίτικων προελεύσεων, οι οποίες μεταφράστηκαν και διαδόθηκαν στη Δύση κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Είναι ιστορίες γεμάτες περιπέτεια, ηρωισμό και ερωτισμό, μαγικά παραμύθια (σημείωση: στην επίσημη κατηγοριοποίηση των παραμυθιών, «μαγικά» χαρακτηρίζονται αυτά που εξιστορούν την αλληλεπίδραση του κόσμου των ανθρώπων με τον Αλλόκοσμο, είτε πρόκειται για τον Κάτω Κόσμο, είτε για τις ποικίλες χώρες των υπερφυσικών πλασμάτων), ευτράπελες ιστορίες και ιστορίες σοφίας.
Η πιο γνωστή από όλες τις ιστορίες, αν και συνήθως όχι στην ολότητά της, είναι η λεγόμενη ιστορία-πλαίσιο, της οποίας η βασική δομή -στην αρχαιότερη σωζόμενη μορφή της, έναν αιγυπτιακό πάπυρο του 9ου αιώνα- είναι η εξής: παρουσία ενός βασιλιά και της κόρης του συμβούλου του (η ακριβής λέξη είναι «υπουργός», αλλά φαντάζει λίγο παράταιρη) η σκλάβα της ζητά από την κυρά να πει μια ιστορία για να περάσει ευχάριστα η βραδιά. Η κυρά είναι η Shirizad, η σκλάβα είναι η Dinazad, που είναι περσικά ονόματα και ο πάπυρος φέρει τον τίτλο Το Βιβλίο της Ιστορίας των Χιλίων Νυχτών.
Ο Al-Mas’udi, ιστορικός και γεωγράφος του 10ου αιώνα, συχνά αναφερόμενος και ως ο «Ηρόδοτος των Αράβων», αναφέρει στο έργο του, Meadows of Gold and Mines of Gems (μια ιστορία του κόσμου από τον Αδάμ και την Εύα μέχρι το Χαλιφάτο των Αββασιδών) το βιβλίο Alf Layla («Χίλιες Νύχτες»). Σύμφωνα με τον Mas’udi, πρόκειται για μετάφραση της περσικής συλλογής ιστοριών Hazar Afsaneh (πάλι, «Οι Χίλιες Νύχτες»), η οποία είχε ως πηγές περσικές, ινδικές και ελληνικές αφηγήσεις, ενώ επαναλαμβάνεται και η δομή της ιστορίας-πλαισίου. Την ίδια περίοδο, ο καταλογογράφος Ibn al-Nadim, αναφέρει την ιστορία μέσα στο έργο του Kitāb al-Fihrist, τον μέγα κατάλογο βιβλίων που κυκλοφορούσαν κατά την εποχή του στην αραβική γλώσσα, ασχέτως προελεύσεως, μαζί με τη γενεαλογία των συγγραφέων και των μεταφραστών. Στο έργο του Ibn al-Nadim οι νύχτες εξακολουθούν να είναι «μόνο» χίλιες, όμως μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την ιστορία-πλαίσιο, ενώ η Shirizad έχει μετατραπεί σε Shahrazad. Εδώ πλέον έχουμε τη γνωστή, περιληπτική μορφή της ιστορίας, όπου ένας βασιλιάς παντρεύεται κάθε βράδυ μια κοπέλα και τη σκοτώνει το επόμενο πρωί∙ μέχρι που παντρεύεται τη Shahrazad, την κόρη του συμβούλου του κι εκείνη επιβιώνει λέγοντάς του κάθε βράδυ μια ιστορία που αφήνει ανολοκλήρωτη μόλις ξημερώσει. Έτσι ο βασιλιάς πρέπει να περιμένει το επόμενο βράδυ για ν’ ακούσει το τέλος. Κοινώς, φαίνεται πως στην ιστορία της Shahrazad έχουμε την πρώτη επίσημη εμφάνιση και χρηστικότητα του cliffhanger! Εν ολίγοις, αυτό συνεχίζεται για χίλιες νύχτες και στο μεταξύ η Shahrazad κάνει στον βασιλιά έναν γιο, οπότε κι εκείνος της χαρίζει τη ζωή, βάζοντας τέλος στο αιματηρό του έθιμο.
Τι απέγινε όμως -ή, πιο σωστά, πού βρέθηκε- η χιλιοστή πρώτη νύχτα; Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έγινε η μετάβαση, όμως τον 12ο αιώνα, στο αρχείο δανεισμού ενός Εβραίου βιβλιοπώλη του Καΐρου, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο τίτλος Χίλιες και Μία Νύχτες. Όσο για τους λόγους της προσθήκης αυτής της μίας νύχτας, υπάρχουν διάφορες εικασίες, αφηγηματικές, ρυθμικές, ακόμα και μαθηματικές. Για παράδειγμα, αφηγηματικά είναι μια σύμβαση που υποδηλώνει ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να ενδιαφέρει απαραίτητα η αριθμητική κυριολεξία (όπως λέμε εμείς τρία ή πέντε τέρμινα). Από άποψη ρυθμού, ο τίτλος στα αραβικά γίνεται Alf Layla wa Layla, που κυλά στη γλώσσα και είναι πιο ευχάριστο στ’ αυτί. Μαθηματικά, για τους Άραβες οι μονοί αριθμοί θεωρούνταν γενικά τυχεροί, ενώ ο συγκεκριμένος εμφανίζει και καρκινική συμμετρία, πράγμα που σημαίνει ότι διαβάζεται το ίδιο από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς τα αριστερά. Περαιτέρω, αν πιάσουμε το γεγονός πως η Shahrazad έλεγε στον βασιλιά ιστορίες επί τρία χρόνια, το 1001 δια 3 μας δίνει 333,666 μέρες. Οι Άραβες αγαπούσαν πολύ τους αριθμούς τους.
Σε κάθε περίπτωση, το παλαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο της συλλογής ιστοριών και της ιστορίας-πλαισίου (ο αιγυπτιακός πάπυρος του 9ου αιώνα έχει μόνο τη σύντομη περίληψη) έχει φυσικά αραβική προέλευση (είναι το προαναφερθέν Alf Layla wa Layla) και χρονολογείται από τον 14ο αιώνα. Εκεί πλέον η κυρά και η σκλάβα έχουν μετατραπεί σε αδελφές και τα ονόματά τους σε Scheherazade (Σεχραζάντ) και Dunazade (Ντουνιαζάντ).
Από εκείνο το σημείο και πέρα, η ιστορία, κατά το μάλλον ή ήττον, εξελίσσεται ως εξής:
Ο πανίσχυρος βασιλιάς των Banū Sāsān («Γιοί του Σασάν, εννοώντας την περσική Αυτοκρατορία των Σασανιδών), που επικράτειά του έφτανε ως την Ινδία και την Κίνα, πέθανε αφήνοντας πίσω του δυο γιους. Ο μεγάλος ήταν ο Σαχριάρ (Shahryar), ο μικρός ο Σαχ Ζαμάν (Shah Zaman). Ο μεγάλος αδελφός έγινε ο νέος Βασιλεύς των Βασιλέων και ο μικρός, Σουλτάνος της Σαμαρκάνδης. Καθένας τους κυβερνούσε δίκαια και με σοφία.
Όταν πέρασε καιρός και ο Σαχριάρ άρχισε να νιώθει το πέρασμα του χρόνου[1], μήνυσε στον αδελφό του να έρθει να τον επισκεφθεί. Όταν έλαβε το μήνυμα, ο Σαχ Ζαμάν έκανε όλες τις αναγκαίες προετοιμασίες και στρατοπέδευσε έξω από την πόλη για να ξεκινήσει το επόμενο πρωί. Εντωμεταξύ, όμως, είχε ξεχάσει ένα δώρο για τον αδελφό του στο παλάτι κι έτσι επέστρεψε μόνος για να το πάρει.
Μπαίνοντας στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, βρήκε τη σύζυγό του ξαπλωμένη στον οντά, στην αγκαλιά του πιο βρωμερού σκλάβου της κουζίνας, που ήταν πασαλειμμένος με λίπος και κάθε είδους βρώμα. Έμπλεος οργής, τράβηξε το γιαταγάνι του και μ’ ένα χτύπημα έκοψε τους δυο τους στα τέσσερα. Έπειτα, δίχως να πει τίποτα σε κανέναν, ξεκίνησε το ταξίδι για την πρωτεύουσα του αδελφού του.
Μέχρι να φτάσει όμως στην πόλη του Σαχριάρ, η στεναχώρια είχε μετατρέψει τον Σαχ Ζαμάν σε έναν καχεκτικό, αδύναμο και κιτρινιάρη άντρα, θέαμα που γέμισε με λύπη τον αδελφό του. Όσες φορές όμως κι αν ρώτησε ο Σαχριάρ τι τον βασάνιζε, ο Σαχ Ζαμάν αρνήθηκε να του απαντήσει.
Περνούσε λοιπόν ο καιρός, ο Σαχ Ζαμάν χειροτέρευε κι ο Σαχριάρ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον βοηθήσει, παρά τις φροντίδες, τους γιατρούς και κάθε λογής απόλαυση που έθετε στη διάθεσή του. Κάποια μέρα, ο Σαχριάρ έφυγε να πάει στο κυνήγι κι ο Σαχ Ζαμάν περιπλανιόταν στο παλάτι, ώσπου έφτασε σ’ ένα καφασωτό παράθυρο που έβλεπε στον εσωτερικό κήπο. Εκεί κάθισε και αναστέναζε από τη στενοχώρια του. Είδε τότε ν’ ανοίγει μες στον κήπο μια μυστική πόρτα κι από ‘κει μπήκαν μέσα η σύζυγος του Σαχριάρ, μαζί με είκοσι σκλάβες που φορούσαν κελεμπίες. Προχώρησαν όλες μαζί μέχρι το κέντρο του κήπου κι ένα μεγάλο σιντριβάνι, όπου και πέταξαν τις κελεμπίες από πάνω τους. Τότε, ο Σαχ Ζαμάν διαπίστωσε έκπληκτος πως δεν ήταν είκοσι σκλάβες, αλλά δέκα παλλακίδες του βασιλιά και δέκα λευκοί σκλάβοι. Μοιράστηκαν σε ζευγάρια κι άρχισαν να ερωτοτροπούν, αφήνοντας τη βασίλισσα αμέτοχη. Τότε εκείνη φώναξε: «Έλα σε μένα αφέντη μου Σαΐιντ!», οπότε ένας κατάμαυρος άντρας πήδηξε σαν πίθηκος από ένα δέντρο, έτρεξε κατά τη βασίλισσα, αγκαλιάστηκαν με θέρμη κι ύστερα τη έριξε χάμω κι άρχισε να τη βατεύει.
Όταν χόρτασαν όλοι το πάθος τους, οι παλλακίδες και οι σκλάβοι ξαναφόρεσαν τις μεταμφιέσεις, ο Σαΐιντ σκαρφάλωσε ξανά στο δέντρο και οι υπόλοιποι βγήκαν από τη μυστική πόρτα του κήπου.
Βλέποντάς τα αυτά ο Σαχ Ζαμάν, σκέφτηκε πως η δική του δυστυχία δεν ήταν τίποτα μπρος στα αίσχη που συνέβαιναν κάτω από τη μύτη του αδελφού του, του Βασιλέα των Βασιλέων. Έτσι γιατρεύτηκε από τη μελαγχολία, ξαναβρήκε την όρεξή του κι άρχισε ν’ ανακάμπτει γοργά. Όταν επέστρεψε ο Σαχριάρ από το κυνήγι και είδε την ξαφνική βελτίωση του αδελφού του, θέλησε να μάθει οπωσδήποτε τι ήταν τελικά αυτό που τον είχε καταβάλει κι αυτό που τον είχε θεραπεύσει. Παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις, ο Σαχ Ζαμάν του είπε όλη την αλήθεια.
Παρόλο που ο Σαχριάρ εξεμάνη από τις περιγραφές, είπε στον αδελφό του πως έπρεπε να το δει με τα ίδια του τα μάτια για να το πιστέψει. Πράγματι, ο Σαχριάρ προσποιήθηκε πως ξανάφυγε για κυνήγι και πήγε να βρει στον Σαχ Ζαμάν στην κρυψώνα του, στο καφασωτό που έβλεπε στον κήπο. Όπως ακριβώς του τα είχε πει ο μικρός αδελφός του, η σκηνή επαναλήφθηκε.
Βλέποντας τώρα ιδίοις όμμασι τα αίσχη που συνέβαιναν μες στο παλάτι του, ο Σαχριάρ ένιωσε να τον κυριεύει απόγνωση και τότε είπε στον αδελφό του να πάρουν δυο άλογα, να φύγουν την ίδια στιγμή και να περιπλανηθούν στη γη του Αλλάχ, αναζητώντας κάποιον που να ήταν εξίσου δυστυχής με τους ίδιους ή περισσότερο. Αν αποδεικνυόταν πως άλλος εξόν από τους ίδιους δεν είχε βιώσει τέτοια οδύνη και ταπείνωση, θα όδευαν πρόθυμα κι ολοταχώς προς τον θάνατο. Ο Σαχ Ζαμάν συμφώνησε κι οι δυο τους βγήκαν κρυφά από το παλάτι, πήραν δυο άλογα κι άρχισαν να καλπάζουν στην έρημο προς άγνωστη κατεύθυνση.
Κάποτε, έφτασαν σε μια όαση κοντά στη θάλασσα∙ άντρες και ζώα σταμάτησαν για να πιουν νερό και να ξαποστάσουν. Δεν είχε περάσει καλά-καλά μια ώρα από τότε που κάθισαν στη σκιά μιας φοινικιάς, όταν μια γιγάντια, μαύρη στήλη καπνού αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα. Τα δύο αδέλφια σκαρφάλωσαν στην κορφή της φοινικιάς για να δουν καλύτερα και σύντομα η στήλη μετατράπηκε σε ένα πελώριο τζίνι με κατάμαυρο δέρμα κι ένα κρυστάλλινο μπαούλο στο κεφάλι του.
Το τζίνι πήγε και κάθισε κάτω από το δέντρο και τα δύο αδέλφια χώθηκαν όσο μπορούσαν στα φυλλώματα, δίχως να βγάλουν άχνα. Τότε το πλάσμα ακούμπησε κάτω το κρυστάλλινο μπαούλο κι από μέσα έβγαλε ένα μικρότερο, κλεισμένο με εφτά κλειδωνιές. Όταν τις ξεκλείδωσε με τα εφτά κλειδιά του, από μέσα βγήκε μια πανέμορφη, νεαρή γυναίκα. Το τζίνι την έβαλε να καθίσει κάτω, ακούμπησε το μεγάλο κεφάλι του στους λευκούς μηρούς της κι αποκοιμήθηκε.
Η γυναίκα, τώρα, σήκωσε τα μάτια στο δέντρο, είδε τον Σαχριάρ και τον Σαχ Ζαμάν και τους έκανε νόημα να κατέβουν κάτω. Εκείνοι, έμπλεοι τρόμου, ψιθύρισαν πως δεν τολμούσαν.
Είπε τότε η γυναίκα; «Κατεβείτε, ειδάλλως τον ξυπνάω».
Και κατέβηκαν.
Ακούμπησε τότε εκείνη μαλακά το κεφάλι του τζίνι στην άμμο, σηκώθηκε και τους είπε: «Τώρα οι δυο σας θα με βατέψετε και θα μου δείξετε πόσο καλά ιππεύετε πάνω στα καπούλια μου, ειδάλλως τον ξυπνάω και μέσα σε μια ανάσα θα σας σφάξει».
Παρά τις διαφωνίες τους, ο φόβος μπρος στο τζίνι ήταν μεγαλύτερος και τα δυο αδέλφια ικανοποίησαν τη γυναίκα. Έπειτα εκείνη τους έδωσε συγχαρητήρια κι έβγαλε μέσα από ένα πουγκί ένα κολιέ με πεντακόσια εβδομήντα δαχτυλίδια, ένα για καθέναν από τους πεντακόσιους εβδομήντα άντρες που είχανε πλαγιάσει μαζί της από τότε που το τζίνι την έκλεψε τη νύχτα του γάμου της. Το τζίνι την κρατούσε φυλακισμένη στον πάτο της θάλασσας και νόμιζε πως άλλος εξόν από ‘κείνο δεν την άγγιζε, όμως εκείνη είχε πλαγιάσει μ’ όσους άντρες είχε ποθήσει, κάτω από τη μύτη του.
«Τώρα δώστε μου τα βασιλικά σας δαχτυλίδια για να μη χάσω το μέτρημα και πηγαίνετε στην ευχή του Αλλάχ».
Έχοντας θαυμάσει όσο και φρίξει με την πανουργία της γυναίκας, τα δύο αδέλφια κατέληξαν πως η δική τους δυστυχία δεν ήταν τίποτα μπρος στη διαρκή εξαπάτηση ενός πανίσχυρου τζίνι κι έτσι επέστρεψαν στα βασίλειά τους.
Ο Σαχριάρ έδωσε εντολή να εκτελέσουν τη σύζυγό του κι έσφαξε με τα ίδια του τα χέρια τις παλλακίδες και τους εραστές τους. Έκτοτε, κάθε βράδυ παντρευόταν μια παρθένα κοπέλα, της έπαιρνε την παρθενιά την πρώτη και μοναδική νύχτα του γάμου τους, κι έβαζε να της παίρνουν το κεφάλι το επόμενο πρωί. Αυτό κράτησε τρία χρόνια ώσπου, είτε από φόνο, είτε από φευγιό, δεν είχε μείνει πια καμία παρθένα στην πόλη, εξόν από τις κόρες του βεζίρη, τις οποίες ο Σαχριάρ είχε εξαιρέσει από τον φρικτό του νόμο.
Τότε ήταν που προσφέρθηκε οικειοθελώς η Σεχραζάντ να γίνει η επόμενη σύζυγος του βασιλιά, δίνοντας αυτή την ορμήνια στη μικρότερη αδελφή της, τη Ντουνιαζάντ:
«Μόλις με πάει ο βασιλιάς στην κάμαρή του, θα ζητήσω να σε φέρουν εκεί, μια και είσαι η αγαπημένη μου αδελφή κι αυτή θα είναι η στερνή νύχτα της ζωής μου. Θα καθίσεις στα πόδια του οντά και θα μείνεις σιωπηλή ώσπου ο βασιλιάς να πάρει την παρθενιά μου και να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Θα περιμένεις να πάει μεσάνυχτα και τότε θα με ξυπνήσεις, ζητώντας μου να σου πω μια ιστορία ως να ξημερώσει».
Έτσι και έγινε και η Σεχραζάντ ξεκίνησε με την Ιστορία του Ψαρά και του Τζίνι, η οποία ήδη περιλάμβανε μέσα τρεις άλλες ιστορίες που λένε οι χαρακτήρες και φυσικά αφήνοντάς την ανολοκλήρωτη με το πρώτο φως της αυγής.
Τα υπόλοιπα είναι εν πολλοίς γνωστά. Μετά από τρία χρόνια ιστορίες (και διαφορετικό αριθμό παιδιών που γεννιούνται ανάλογα την εκδοχή), η Σεχραζάντ με τις ιστορίες της έχει εκπαιδεύσει εκ νέου τον Σαχριάρ ως πολιτισμένο ηγεμόνα, έχει θεραπεύσει την παραφροσύνη του κι έχει δασκαλέψει την αδελφή της πώς να κάνει το ίδιο για τον Σαχ Ζαμάν, καθώς εμείς διαβάζουμε (ή κατά περίπτωση ακούμε) ιστορίες μέσα σε ιστορίες, μέσα σε ιστορίες, ως εκεί που αντέχει η όρεξή μας.
Το πρώτο μίγμα αυτών των ιστοριών έφτασε στη Δύση το 1704, χάρη στο μεταφραστικό έργο του Antoine Galland, ο οποίος απέδωσε στα γαλλικά ένα τρίτομο (ή πιθανώς τετράτομο με τον ένα τόμο απολεσθέντα) έργο συριακής προέλευσης, εκδίδοντας στο Παρίσι το Mille et Une Nuits. Είναι πολύ ενδιαφέρον πως σε αυτή την έκδοση πρωτομεφανίζονται οι φημισμένες ιστορίες (πιθανώς από κάποια άλλη αραβική πηγή, μέχρι σήμερα χαμένη) του Αλαντίν και του Αλή Μπαμπά, οι οποίες προγενέστερα δεν ανήκαν στο corpus των 1001 Νυχτών.
Η πρωτοφανής επιτυχία που είχε το έργο εκκίνησε μια διαδοχή νέων συλλογών ιστοριών και μεταφράσεων, ξεκινώντας με μια ημιτελή αραβική έκδοση του 1814-1818 στην Καλκούτα της Ινδίας (Calcutta I). Ακολούθησε μια θεωρούμενη ως πλήρης αραβική έκδοση το 1835 στο Κάιρο (η έκδοση Bulaq, από τη συνοικία όπου τυπώθηκε) και τελικά, μεταξύ του 1839-1842, μια δεύτερη θεωρητικά πλήρης αραβική έκδοση, πάλι στην Καλκούτα (Calcutta II).
Όλα αυτά τα «θεωρούμενη» και «θεωρητικά» έχουν να κάνουν με το γεγονός πως κανείς δεν μπορεί να πει με απόλυτη βεβαιότητα ποιες ιστορίες περιλαμβάνονταν ήδη στα πρώτα μεσαιωνικά χειρόγραφα και ποιες συλλέχθηκαν και προστέθηκαν αργότερα, σε μέρη όπως η Βαγδάτη, το Κάιρο και η Δαμασκός, ή ακόμη κι από τον ίδιο τον Galland, αντλώντας από κάποια άλλη αραβική πηγή. Οι Χίλιες και Μία Νύχτες είναι εν γένει ένα ευμετάβλητο corpus ιστοριών, διότι μέσα στην ιστορία-πλαίσιο κυριολεκτικά χωράνε όσες ιστορίες μπορεί να φανταστεί κανείς, η μία μέσα την άλλη, ενώ ανάλογα το κοινό στο οποίο στόχευε ο κάθε μεταφραστής ή εκδότης είναι λογοκριμένες ή περαιτέρω εκχυδαϊσμένες!
Πάντως, οι εκδόσεις Bulaq και Calcutta II αποτέλεσαν τη βάση για όλες τις μετέπειτα ευρωπαϊκές μεταφράσεις, δια χειρός Edward Lane (1838-1841), John Payne (1876), Richard Burton (1885-1886) και όλων των επιγόνων τους.
Η ιχνηλάτηση της ιστορίας των συλλογέων και των μεταφραστών (καθώς και των παρεμβάσεων και των κινήτρων τους) αποτελεί από μόνη της ένα τελείως διαφορετικό corpus ιστοριών, το οποίο έχει επίσης αποτελέσει αντικείμενο βιβλίων και αναλύσεων.
Η ουσία είναι πως μέχρι σήμερα, εδώ και τριακόσια χρόνια, οι Χίλιες και Μία Νύχτες έχουν αποτελέσει έμπνευση για βιβλία, comics (μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στο Fables: 1001 Nights of Snowfall), ταινίες, μέχρι πολύ σύγχρονα ιαπωνικά manga και animation (όπως το Magi), όπου διαπιστώνει κανείς με έκπληξη πόση μελέτη έχουν κάνει οι συγγραφείς και σεναριογράφοι προκειμένου να φτιάξουν μια νέα πλέξη αυτών των αρχαίων ιστοριών.
Βιβλιογραφία και Ηλεκτρονικές Πηγές
Les Mille et Une Nuits Vol. 1, Traduction d’ Antoine Galland, Garnier-Flammarion, 1965.
The Arabian Nights Vol. 1, Translated by Sir Richard Francis Burton and Adapted by Jack Zipes, Signet Classics, 2007.
The Arabian Nights Vol. 2, Translated by Sir Richard Francis Burton and Adapted by Jack Zipes, Signet Classics, 2010.
The Arabian Nights: A Companion, Robert Irwin, Tauris Parke Paperbacks, 2004.
Wikipedia:
[1] Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι γέρασε, αλλά μιλάμε για τεράστιες αποστάσεις και γενικά οι «επισκέψεις» αυτές συνήθως κρατούσαν χρόνια, οπότε ο ηγεμόνας έπρεπε να εμπιστευτεί το βασίλειο στους υποτακτικούς του. Κοινώς, δεν συνέβαιναν συχνά και δυο αδέρφια που ήταν ηγεμόνες στα δυο άκρα μιας αυτοκρατορίας μπορεί να πέθαιναν δίχως να ξαναϊδωθούν ποτέ.
Cover art by Anton Pieck
Ο Ανδρέας Μιχαηλίδης είναι μεταφραστής, συγγραφέας και αφηγητής, ενώ στο παρελθόν έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος και φωτογράφος. Ανά τα χρόνια έχει γράψει πληθώρα άρθρων γύρω από τα comics και την κουλτούρα τους, ξεκινώντας από το περιοδικό «9» της Ελευθεροτυπίας και το Comicdom.gr.
Έχει μεταφράσει, από τα αγγλικά και τα γαλλικά, βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, ιστορίας και λογοτεχνίας (μεταξύ των οποίων, Ο Ιππότης των Επτά Βασιλείων και Τα Ταξίδια του Ταφ του George R.R. Martin, τα Χρονικά της Τσακισμένης Θάλασσας του Joe Abercrombie και τη σειρά με τις Περιπέτειες του Νεαρού Σέρλοκ Χολμς του Andrew Lane). Έχει συμμετάσχει με αστυνομικά διηγήματα σε ανθολογίες όπως: Οικοεγκλήματα, Είσοδος Κινδύνου, Ελληνικά Εγκλήματα 4, Κλέφτες και Αστυνόμοι.
Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει σε φεστιβάλ comics της Ελλάδας και του εξωτερικού με αυτοεκδόσεις, σε συνεργασία με τη Βάλια Καπάδαη, τον Παύλο Παυλίδη (Νέκυια, Iasis, Last Flight of the Swordbreaker κ.α.) και άλλους καλλιτέχνες, στην πλοκαμοφόρο κολεκτίβα LarLarLar Comics.
Μέχρι σήμερα έχει γράψει τρία βιβλία: Το Αμόνι που Τραγουδά (Εκδόσεις Mamaya) και δύο νουβελέτες στη σειρά Ο Εθισμός του Κριστιάν Αμπρόζ (Εκδόσεις Nightread). Είναι ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας και της Στέγης Προφορικότητας και Παράδοσης «Μυθολόγιο».
Κατά βάση είναι παραμυθάς, χωμένος συνήθως σε μια σπηλιά φτιαγμένη εξ’ ολοκλήρου από βιβλία.