Τα παραμύθια των Πομάκων της Ξάνθης

Νασραντίν χότζας

Νασραντίν χότζας

Πλησιάζοντας προς την ορεινή Ξάνθη, ο ταξιδιώτης συναντάει μια άλλη Ελλάδα, μια «διαφορετική» αλλά συνάμα και τόσο όμοια με την υπόλοιπη. Σμίνθη, Μύκη, Εχίνος, Κοτύλη, Θέρμες, Γλαύκη, Κένταυρος, Σάτρη, Κύκνος, Μέδουσα, Κοττάνη, είναι κάποιοι από τους μικρούς οικισμούς που θυμίζουν Ελλάδα παλιάς εποχής. Αγροτόσπιτα, νοικοκυρές να σκουπίζουν τις ασβεστωμένες αυλές τους, άντρες που γυρίζουν από τα χωράφια τους, παιδιά να παίζουν ανέμελα στους μικρούς δρόμους είναι κάποιες από τις εικόνες που θα δεις.

Γυναίκες με μαντήλες, καλημερίσματα σε μια γλώσσα που θυμίζει λίγο τουρκική και λίγο βουλγαρική, παιδιά που διδάσκονται πολλές γλώσσες πέραν της ελληνικής μπλέκονται με την ελληνική κουλτούρα και μας παρουσιάζουν έναν διαφορετικό και άγνωστο σε εμάς τρόπο ζωής σε τούτα τα χωριά, τα Πομακοχώρια.

Τα χωριά αυτά κατοικούνται από τους Πομάκους, που σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή αναφέρεται ότι είναι απόγονοι της αρχαίας θρακικής φυλής των Αγριάνων, εκδοχή που ενισχύεται από το γεγονός ότι η λέξη «Αγριάνες», αυτούσια ή παραφρασμένη, απαντάται αρκετά συχνά τόσο στην περιοχή της Ξάνθης, όσο και στις γύρω περιοχές. Σήμερα ο πληθυσμός των Πομάκων πλησιάζει τους 350.000, από τους οποίους οι 35.000 ζουν στη Θράκη και ειδικότερα στις περιοχές της Ροδόπης και της Ξάνθης, και οι υπόλοιποι σε ορεινά χωριά της Βουλγαρίας.

Στην περίπτωση των Πομάκων της Θράκης αξίζει να τονίσουμε ότι τα στοιχεία του παραδοσιακού τους πολιτισμού έχουν επιζήσει πολύ περισσότερο από αλλού. Ίσως εν μέρει λόγω του δύσβατου ορεινού χώρου, λόγω των κλειστών κοινωνικών δομών και των πολιτικών που έχουν ασκηθεί από διάφορες πλευρές, ο λαϊκός λόγος μένει ακόμη ζωντανός στα Πομακοχώρια της Θράκης και συχνά μεταδίδεται ατόφιος και προς τους νεώτερους.

Μέσω της πομακικής γλώσσας μεταφέρονται προφορικά παραμύθια, τραγούδια και άλλοι λαογραφικοί «θησαυροί». Η κοινωνική λειτουργία των παραμυθιών στις ορεινές κοινότητες των Πομάκων είναι πολύπλευρη. Τα παραμύθια, από τη στιγμή που διαδίδονται ευρύτερα και γίνονται δημοφιλή, λειτουργούν ως ένας συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στους ανθρώπους. Συμπυκνώνοντας με ύφος λιτό γνώσεις και εμπειρίες της καθημερινής ζωής, αποτυπώνουν τις σχέσεις των ανθρώπων, τα ήθη και τους προβληματισμούς .

Στην πομάκικη παραμυθιολογία αφθονούν οι μύθοι με ζώα, φανταστικά όντα, αλλά και οι διηγήσεις για ανθρώπους. Ξεχωριστή θέση κατέχουν τα παραμύθια με τον Νασραντίν χότζα και άλλες ευτράπελες ιστορίες, καθώς και παραδόσεις που βασίζονται σε αληθινά συμβάντα. Η βασική θεματολογία των παραμυθιών των Πομάκων παρατηρούμε ότι χτίζεται πάνω στις θεμελιώδεις ανθρώπινες σχέσεις. Όπως και στα ελληνικά παραμύθια, η δύναμη της αγάπης, η βεβαιότητα του θανάτου, ο σεβασμός της ζωής, η δικαιοσύνη, το πρόβλημα της ανταμοιβής για το καλό και της τιμωρίας του κακού εμφανίζονται συχνά, ενώ πολλά περιστατικά βασίζονται στη δύναμη του πεπρωμένου να ελέγχει τη μοίρα των ανθρώπων.

Οι Πομάκοι παραμυθάδες χειρίζονται τα μοτίβα και την πλοκή της ιστορίας που αφηγούνται με ιδιαίτερο τρόπο, χρησιμοποιώντας μια σειρά από εξω-γλωσσικά στοιχεία (χειρονομίες, επιφωνήματα, τραγούδια, γκριμάτσες κ.λ.π.), γεγονός που μετατρέπει συχνά την αφήγηση σε ολοκληρωμένη παράσταση. Η ανάμνηση των συναντήσεων όπου γίνονταν αφηγήσεις παραμυθιών παραμένει ζωντανή σε όσους την έχουν ζήσει.

Ένας Πομάκος από τα Κιμμέρια, πληροφορεί σχετικά:

«Όταν ήμουνα παιδί, λέγανε παραμύθια. Όλο έτσι περνούσε ο κόσμος την ώρα του. Δεν είχαμε ούτε τηλεόραση, ούτε μαγαζιά. Όλο παραμύθια λέγανε. Κάνανε και αστεία. Όλοι λέγανε παραμύθια. Και ο πατέρας μου και η μάνα μου και οι παππούδες. Λέγανε τέτοια. Στα σπίτια. Το βράδυ μαζεύονταν εκεί και κάνανε poprâlka [νυχτέρι]. Οι απάνω το λένε metzé, στη Γλαύκη, στα άλλα χωριά. Εμείς το λέμε poprâlka. Μαζεύονταν πολλοί. Κι απ’ τα άλλα τα σπίτια. Τώρα είμαστε φίλοι. Έρχομαι εγώ με τα παιδιά. Αύριο το βράδυ έρχεσαι εσύ. Έρχονται κι άλλα φιλαράκια, μαζευόμαστε και λέμε ο καθένας τα παράπονά του. Έτσι, να γελάσουμε. Λέγανε στου τάδε το σπίτι έχει poprâlka. Να πάμε κι εμείς. Είχε πολύ κόσμο. Γιομάτο το σπίτι. Εσύ λες τα δικά σου, εγώ λέω τα δικά μου, γελάνε, καφέδες πίνουν. Και τραγούδια. Τα παραμύθια τα λέγαμε masál. Λέγαμε: Πες μου ένα παραμύθι παππού (Kázi mi annók masále dédu). O παππούς αρχίναγε: Bir vakît bir zamán [Μια φορά κι έναν καιρό]…»

Αrt by Myles Birket Foster

Αrt by Myles Birket Foster

Οι αντιθετικές σχέσεις (φτώχεια/πλούτος, ομορφιά/ασχήμια, εξουσία/υποταγή, ευφυία/ανοησία κ.λ.π.) φαίνεται να κυριαρχούν στη θεματολογία του πομάκικου παραμυθιού. Εξίσου κυρίαρχη είναι η παρουσία υπερφυσικών όντων, δράκοι, φαντάσματα, διαβόλοι, νεράιδες. Ιδιαίτερα συχνά συναντάμε αναφορές σε στοιχειωμένους μύλους. Η σύγκρουση με τέρατα και δράκους είναι ουσιαστικά η μάχη του κακού με το καλό, της ζωής με τον θάνατο, με τελική κατάληξη τη δικαίωση του καλού. Ένα σχετικό παραμύθι είναι αυτό που για τον δρακοντοκτόνο ήρωα που καταδιώκει τον δράκο στον κάτω κόσμο και επιστρέφει στις φτερούγες ενός αετού. Η πομακική παραλλαγή έχει εντυπωσιακή ομοιότητα με άλλες θρακικές παραλλαγές. Στον ίδιο θεματικό κύκλο εντάσσεται και το παραμύθι Αminâ na vadenítsono (Η Εμινέ στον μύλο) που σχετίζεται με το παραμύθι των 12 μηνών, που συναντάμε σε δεκάδες βαλκανικές εκδοχές. Ακολουθεί παραλλαγή του παραμυθιού από τη Σμίνθη:

«…Zhïváli so bírzeman adín chülâk i anná zhaná i imâli so annó mómiche. Zhanána si ye umrâla mladá i mómicheno ye astánalo öksûzin, pak chülâkon ye stánal mejbúr da so azhóni nah drúgo zhóno. Drugána zhaná ye imâla i tya annó mómiche i zaváli go so Aminâ. Mílavala ye yálnïs tóynono mómiche, Aminô, pak drúgumune ye dávala izéte i nagádala go ye da právi vrit tôshkïne rábatï…»

«Ζούσε μια φορά ένας άνδρας και μια γυναίκα και είχαν ένα κορίτσι. Η γυναίκα πέθανε νέα και το κοριτσάκι έμεινε ορφανό, αλλά ο άνδρας αναγκάστηκε να παντρευτεί άλλη γυναίκα. Η άλλη γυναίκα είχε και αυτή ένα κορίτσι που το έλεγαν Εμινέ. Αγαπούσε μόνο το δικό της κορίτσι, την Εμινέ, αλλά το άλλο το βασάνιζε και το έβαζε να κάνει όλες τις βαριές δουλειές.

Μια μέρα έστειλε την Εμινέ στον μύλο ν’ αλέσει αλεύρι κι είπε στην ψυχοκόρη της να ετοιμάζεται για να πάει αυτή ν’αλέσει τη νύχτα. Κατάλαβε, τότε, το κακόμοιρο το κορίτσι πως η μητριά της ήθελε να της κάνει κακό, γιατί όλοι έλεγαν πως στον μύλο τη νύχτα έβγαιναν φαντάσματα. Φοβισμένο τράβηξε για τη γιαγιά του, να ρωτήσει τι να κάνει.

«Τι να κάνω, γιαγιά, με στέλνει στον μύλο τη νύχτα, για να με φαν τα φαντάσματα», της είπε κλαίγοντας.

«Μη φοβάσαι, ψυχούλα μου», καθησύχασε η γιαγιά την εγγονούλα της, «θα σου δώσω έναν κόκορα και, μόλις τ’ ακούσεις να’ρχονται, θα τον χτυπήσεις τρεις φορές. Τα φαντάσματα θα ακούσουν τον κόκορα και θα φύγουν, γιατί φοβούνται το λάλημά του». Της έδωκε ύστερα την ευχή της και τον πετεινό σ’ένα καλαθάκι και το κορίτσι έφυγε.

Και πραγματικά, μόλις νύχτωσε, την έστειλε η μητριά της στον μύλο. Πήρε κείνη το σακί της με το καλαμπόκι, πήρε και το καλαθάκι της με τον κόκορα και κίνησε. Σαν έφτασε στον μύλο, έριξε το καλαμπόκι της γι’ άλεσμα και περίμενε να έρθουν τα φαντάσματα. Και τα μεσάνυχτα άκουσε παράξενες φωνές κι ένιωσε τα ξωτικά να σιμώνουν. Κατάλαβαν και κείνα, μόλις μπήκαν, πως έχει άνθρωπο κει μέσα κι αρχίνησαν να ψάχνουν. Χτυπάει τότε το κορίτσι τον κόκορα μία και μία κι άλλη μία και κείνος λάλησε τρεις φορές. Tα ξωτικά τρόμαξαν και κίνησαν να φύγουν, μα προτού φύγουν βρήκαν το κορίτσι και το στόλισαν με φλουριά κι άλλα πλουμίδια ακριβά.

Σε λίγο ξημέρωσε και το κορίτσι με τ’ αλέτρι στο σακί και τα πλουμίδια στον λαιμό πήρε τον δρόμο και γύρισε στο χωριό. Λύσσαξε η μητριά κι η θυγατέρα της, σαν την είδαν από μακριά να γυρνάει πίσω ζωντανή. Μα, σαν έφτασε στο σπίτι το κορίτσι κι είδαν και τα φλουριά με τα πλουμίδια, λύσσαξαν πια κι απ’ τη ζήλια τους. Ρώτησαν το τι και πώς και, σαν άκουσαν πως τα ’δωσαν τα ξωτικά, δεν χάνουν καιρό και παίρνουν την απόφαση: «Απόψε θα πάει στον μύλο η Εμινέ». Κι έτσι, σαν νύχτωσε, παίρνει η Εμινέ το σακί της με το καλαμπόκι, παίρνει μαζί της κι ένα γατί και κινάει για τον μύλο.

Σαν έφτασε, ρίχνει το καλαμπόκι της γι’ άλεσμα και περιμένει σε μια γωνιά. Και πράγματι, κατά τα μεσάνυχτα ακούει παράξενες φωνές, και βλέπει σε λίγο τα ξωτικά να χυμάν στον μύλο. Αρχίνησε τότε να χτυπάει το γατί κι εκείνο να φωνάζει, μα τα ξωτικά αντίς να φοβηθούν αγρίεψαν πιότερο κι όρμηξαν στην Εμινέ .

Σαν έφεξε η μέρα, βγήκε η μάνα της Εμινέ στην πόρτα και την καρτέραγε να γυρίσει. Μα ο ήλιος ψήλωνε κι η Εμινέ δεν έλεγε να φανεί. Άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια τότε την κακιά γυναίκα και μια και δυο πήρε τον δρόμο για τον μύλο, να ψάξει για τη θυγατέρα της. Σαν έφτασε στο μύλο και δεν τη βρήκε κει πέρα αρχίνησε να σκούζει: «Μίνκα! Μίνκα! Μίνκα!»

Κι άκουσε τότε τα ξωτικά ν’ αποκρίνονται το τι είχε απογίνει η κόρη της.

Ας δούμε, τώρα, την πομακική εκδοχή της Σταχτοπούτας, ενός παραμυθιού που πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στον χώρο της Μέσης Ανατολής. Στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή η νεκρή μητέρα που βοηθάει τη Σταχτοπούτα δολοφονείται από τις κακές κόρες της.

Οι Πομάκοι της Ξάνθης ονομάζουν τη Σταχτοπούτα Pepelúshka (pépel=στάχτη). Η Pepelúshka, μετά τον θάνατο της μητέρας της αναγκάζεται από τη μητριά (pomásteva) της να γνέθει μαλλί. Τη βοηθάει μια αγελάδα, αλλά η μητριά διατάζει τον άντρα της να σκοτώσει την αγελάδα. Η αγελάδα συμβουλεύει το κορίτσι να μαζέψει τα κόκαλα, να τα θάψει και να πηγαίνει εκεί για να ζητήσει όποια χάρη θέλει. Η Pepelúshka θέλει να πάει σε μια γιορτή και ζητάει ένα άλογο και ένα φόρεμα. Καθώς πηγαίνει για τη γιορτή, το άλογο σταματάει να πιει νερό, όταν ένας αντάρτης (vaevóda) τη βλέπει. Αυτή φεύγει τρέχοντας και αφήνει ξοπίσω της το ένα παπούτσι.

Ο αντάρτης τη βρίσκει, αλλά η μητριά προσπαθεί να εμποδίσει τον γάμο τους, στέλνοντας την Pepelúshka να ξεψειρίσει έναν δράκο. Το κορίτσι τα καταφέρνει και ο δράκος της χαρίζει όμορφα φορέματα και ένα άλογο. Η μητριά στέλνει μετά τη δική της κόρη στον δράκο, περιμένοντας παρόμοια ανταμοιβή, αλλά ο δράκος τη σκοτώνει.

Η Σταχτοπούτα αντιπροσωπεύει την αφοσίωση στη μάνα, όμως υπάρχουν κι άλλοι γυναικείοι χαρακτήρες που αντανακλούν απόψεις για τη θέση και τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας. Στο παραμύθι «Η Αμισέ στον πόλεμο», όπως καταγράφηκε στο χωριό Κότινο, μια κοπέλα πηγαίνει στον πόλεμο στη θέση του πατέρα της. Ντύνεται με ανδρικά ρούχα, αλλά οι υπόλοιποι στρατιώτες αμφιβάλλουν για το αν είναι πράγματι άνδρας. Ακολουθούν δοκιμασίες για να πιστοποιηθεί ο «ανδρισμός», όμως αυτή κατορθώνει χάρη στην ευφυΐα και τη γενναιότητά της να τους ξεγελάσει. Στην πομακική παραλλαγή του παραμυθιού, οι κοινωνικές αξίες που συνδέουν τη γυναίκα με την οικογένεια και μόνο φαίνεται να αμφισβητούνται, καθώς το κορίτσι αποδεικνύεται πιο έξυπνο και πιο δυνατό από τους άνδρες στρατιώτες.

Art by Myles Birket Foster

Art by Myles Birket Foster

Ένα από τα πιο διαδεδομένα παραμύθια της Ροδόπης είναι αυτό που παρουσιάζει τη σχέση μιας αρκούδας με έναν άνθρωπο. Στις πομακικές εκδοχές του παραμυθιού από τον νομό Ξάνθης, ένα κορίτσι, το οποίο αναφέρεται ως «η κόρη της αρκούδας» (mechkóyne dashterâna), ζει με μια αρκούδα. Είναι αναπόφευκτη η παραπομπή στο παραμύθι όπου το λιοντάρι αφήνει τον άνδρα να τον χτυπήσει στο κεφάλι με τσεκούρι. Μετά από έναν χρόνο η πληγή γιατρεύεται, αλλά όχι και ο πόνος. Στη Ροδόπη τη θέση του λιονταριού παίρνει η αρκούδα, αλλά η κατάληξη είναι παρόμοια, με μία δημοφιλή παροιμιώδη φράση: Υerána sa zagáve dúmana sa ne zabaráve (Η πληγή γιατρεύεται, η κουβέντα δεν ξεχνιέται).

Οι αποφθεγματικές φράσεις αποτελούν συχνή κατάληξη των πομάκικων παραμυθιών. Αυτό συμβαίνει και στο παραμύθι του άτυχου αδελφού, ο οποίος δεν μπορεί να ξεφύγει από την ατυχία του.

Στην παραλλαγή από τη Μύκη έχει ως εξής:

«Ήταν ένας φτωχός και ένας μπέης ήθελε να τον βοηθήσει, να τον στηρίξει. Aλλά να μην καταλάβει ο φτωχός ποιος τον βοήθησε. Mια μέρα, πήγε ο φτωχός στην άλλη μεριά του χωριού. Και λέει ο μπέης:

- Εγώ θα του απλώσω λίρες στη γέφυρα για να τις βρει όταν θα γυρίσει, για να περνάει καλά.

Του βάζει τις λίρες στη γέφυρα, όσες του βάζει. Κι εκείνος γυρίζει από εκεί και όταν έρχεται στην άκρη της γέφυρας λέει:

- Περίμενε να δω, εγώ θα μπορέσω να περάσω αυτή τη γέφυρα με κλειστά μάτια;

Κλείνει τα μάτια και περνάει. Οι λίρες έμειναν εκεί. Και ο μπέης πάει και τις παίρνει πίσω. Και βάζει τη γυναίκα του να του κάνει ένα κλιν (μια ριζόπιτα) και στρώνει τον πάτο του ταψιού με λίρες. Και του στέλνει το ταψί. Ο φτωχός λέει:

- Γιατί εγώ να φάω τη ριζόπιτα; Κάτσε να την πουλήσω για να πάρω τα λεφτά της.

Και την πουλάει. Οι λίρες χάνονται πάλι. 

Γι’ αυτό λένε: Όταν κάποιος δεν έχει τύχη, δεν έχει.»

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως η μοίρα είναι κυρίαρχη έννοια στο πομάκικο παραμύθι. Το ίδιο ισχύει και για την έννοια του Θεού. Παρατηρούμε αρκετά παραμύθια να τελειώνουν με φράσεις όπως Alláh e golém za sékok (= Ο Θεός είναι μεγάλος για όλους).

Πολλοί σύγχρονοι Πομάκοι αφηγητές συμπεριλαμβάνουν στις αφηγήσεις τους ευτράπελες ιστορίες και ανέκδοτα. Μια τέτοια δημοφιλής ιστορία είναι «Η αλεπού που έφαγε όλο το καζάνι».

Η αλεπού υποκρίνεται ότι την καλούν για να βαφτίσει ένα παιδί και σε τρεις φάσεις τρώει ένα ολόκληρο καζάνι. Οι διάλογοι είναι γεμάτοι ζωντάνια καθώς διεξάγεται η κλοπή. Η αλεπού δίνει τρία ονόματα στα φανταστικά παιδιά ανάλογα με το στάδιο που βρίσκεται το καζάνι: αρχή, μέση, τέλος. Έτσι βαφτίζει το πρώτο παιδί Nasardáts, μόλις αρχίζει να τρώει, το δεύτερο Náalats, όταν το καζάνι είναι στη μέση και το τρίτο Nálupats όταν έχει γλείψει όλο το καζάνι και το έχει αναποδογυρίσει.

Βέβαια, όσον αφορά τις ευτράπελες ιστορίες, η μορφή του Νασραντίν χότζα, γνωστή σε όλα τα Βαλκάνια, πρωταγωνιστεί σε μια σειρά από ανέκδοτα, που αποσκοπούν στο να προκαλέσουν το γέλιο. Οι Πομάκοι της Ξάνθης συνηθίζουν να λένε: Za kirk déne akú ne spominésh Nasradíne sha se izlézi pak (για σαράντα μέρες αν δεν μνημονεύσεις το όνομα του Νασραντίν, θα ξανασηκωθεί). Αυτό σημαίνει πως τα σχετικά ανέκδοτα ήταν σχεδόν σε καθημερινή χρήση. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που οι Πομάκοι της Μύκης ερμηνεύουν μέσα από ένα παραμύθι πώς βγήκε η φήμη του Νασραντίν χότζα:

«Σπουδάζανε κάπου σαν φοιτητές. Ήταν συμφοιτητής με άλλους δύο. Ο καθηγητής τους είχε ένα αρνάκι. Τους το έσφαζε, το τρώγανε και την άλλη μέρα το αρνάκι παρέμενε αρνάκι. Ήρθε η στιγμή ο καθηγητής να πάει κάπου και αυτοί συμφωνήσανε και οι τρεις να σφάξουν το αρνί για να το διαβάσουνε και να αναστηθεί. Το φάγανε. Διαβάζανε, διαβάζανε, το αρνί δεν ανασταινόταν. Όταν γύρισε ο καθηγητής ρώτησε:

- Πού είναι το αρνί;

- Ε, το φάγαμε!

- Και εντάξει, λέει.

Ρωτάει τον ένα:

- Εσύ τι έκανες;

- Δεν έγινε τίποτα, εγώ το έσφαξα.

- Εσύ πάντα να σφάζεις (στη ζωή σου).

Ρωτάει τον άλλον:

- Εσύ τι έκανες;

- Δεν έγινε τίποτα, εγώ τον βοηθούσα.

- Εσένα πάντα να σε βοηθάνε (στη ζωή σου).

Ρώτησε τον Νασραντίν:

- Εσύ τι έκανες;

- Δεν έκανα τίποτα, εγώ γέλαγα.

- Με εσένα, του λέει, πάντα να γελάνε.

 Και από εκείνη τη στιγμή και μετά πάντα γελάνε μαζί του…»

Το κλείσιμο της ευτράπελης αυτής ιστορίας με το Νασραντίν χότζα δείχνει το λεπτό χιούμορ των Πομάκων αφηγητών.

Εκτός από τα παραμύθια, οι λαϊκές παραδόσεις αποτελούν επίσης αναπόσπαστο κομμάτι της προφορικής παράδοσης των Πομάκων. Μικρές ιστορίες, που κινούνται στα όρια μεταξύ πραγματικού και εξωπραγματικού. Παραδόσεις για δράκους και φίδια, για νεράιδες, στρίγκλες και φαντάσματα, για θαύματα αγίων αλλά και θρυλικές αναφορές για τη δημιουργία των πομάκικων χωριών μεταδίδονται συχνά από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά. Πολλές από αυτές τις παραδόσεις τις συναντάμε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Για παράδειγμα, η πομάκικη παράδοση από την περιοχή Πάχνης για τη γριά που έμεινε η σκιά της πάνω σε μια πέτρα όταν απευθύνθηκε στον Μάρτη λέγοντάς του Μárta, Márta, kaná mózha da mi stórish? (Μάρτη, Μάρτη, τι μπορείς να μου κάνεις;) κι εκείνος τη φύσηξε και την κόλλησε πάνω σε έναν βράχο αναφέρεται από τον Ν.Γ. Πολίτη σε πολλές παρόμοιες παραλλαγές από την Αρκαδία, τη Γορτυνία και τη Μακεδονία.

Πάμπολλες παραδόσεις και παραμύθια είναι ακόμη καλά κρυμμένα ανάμεσα στους τοίχους των σπιτιών στα Πομακοχώρια. Μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά ως στοιχεία που συγκροτούν τη συλλογική ταυτότητά τους. Μια ταυτότητα που ορίζεται άλλοτε μέσα από τη γλώσσα, άλλοτε μέσα από έθιμα και παραδόσεις κι άλλοτε μέσα από μια αίσθηση κοινής καταγωγής και διαφοροποίησης έναντι των «άλλων».

 

Βιβλιογραφία – Πηγές:

Βαρβούνης, Μ.Γ., Λαογραφικά των Πομάκων της Θράκης, Εκδ. Πορεία, 1996

Βαρβούνης, Μ.Γ., H Καθημερινή Ζωή των Πομάκων, Εκδ. Οδυσσέας, 1997

Κόκκας N. & Α.Ρόγγο, Παραμύθια και Παροιμίες από τη Γλαύκη του Ν.Ξάνθης, Εκδ. Σταμούλης, 2005

Ρόγγο Α., Παραμύθια και τραγούδια των Πομάκων της ορεινής Ξάνθης, Εκδ. Οδυσσέας, 2005

http://pomakohoria.blogspot.com/2012/11/ak-allah-pravi-paikase-i-zalvosa-i.html

http://pomakohoria.blogspot.com/2013/10/kak-ye-adin-tsankach-stanal-bey.html

https://www.travelstories.gr

 http://zagalisa.gr/content/pomakiki-paradosi

https://www.agiazoni.gr/article.php?id=82732366849449941895