Γκιώνης, ο νυχτοπερπατητής της άνοιξης
«…Κι όλα μαζί και θάμνοι και χαμόκλαδα
και μέλισσες κι αρνιά
κι ελιές κι αμπέλια
κοιμούνται με του γκιώνη το παράπονο,
ξυπνούν με του κορυδαλλού τα γέλια…»
Ι. Πολέμης
Κάπου βαθιά μέσα στο δάσος, εκεί που η πανσέληνος λούζει με το φως της τα δέντρα και το ανοιξιάτικο αεράκι θροΐζει τα φύλλα, θα ακούσεις κάτι σαν κλάμα να σκίζει τη σιγαλιά της νύχτας. Άλλοι λένε πως το κλάμα τούτο είναι απόκοσμο και πως ανατριχιάζεις στο άκουσμά του κι άλλοι πως συγκινούνται όταν ακούν αυτό το «γιων γιων», γιατί ξέρουν τι σημαίνει. Ξέρουν πως κάπου ανάμεσα στα φύλλα, μέσα στη σκοτεινιά παραμονεύουν δυο γυαλιστερά μάτια που παρακολουθούν τα πάντα και που λαλούν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εισακουστεί το κλάμα τους. Αυτός ο απόκοσμος νυχτοπερπατητής, είναι ο γκιώνης.
Στα σχολεία μας έμαθαν να συνδυάζουμε τον ερχομό της άνοιξης με την άφιξη των πιο χαρακτηριστικών αποδημητικών πουλιών. Των χελιδονιών κατά κύριο λόγο ή των πελαργών σε κάποιες υγρές περιοχές της χώρας. Παλαιότερα, μέχρι τη δεκαετία του ’60 που οι πόλεις ήταν γεμάτες από χαμηλά σπίτια με στέγες καλυμμένες από το χαρακτηριστικό ρωμαϊκό κεραμίδι, είχαμε και την άφιξη ενός μικρόσωμου είδους γερακοειδούς μορφής, του κιρκινέζου, που φώλιαζε στις άκρες της στέγης.
Σήμερα, αφού στερήθηκε του χώρου «κατοικίας» στις τσιμεντουπόλεις, δεν υπάρχει ούτε ένας. Τον βρίσκουμε ακόμα στα χωριά και στην ύπαιθρο.
Στους ανθρώπους της ελληνικής υπαίθρου όμως, ο ερχομός της άνοιξης ήταν πάντοτε ταυτισμένος με το μοναδικό μελωδικό άκουσμα της φωνής του γκιώνη.
Ο Γκιώνης ή Σκωψ ο κοινός (Otus scops – αγγλ. Scops Owl, γαλλ. Hibou petit-duc, γερμ. Zwergohreule) είναι είδος πτηνού, το οποίο ανήκει στην οικογένεια ΓΛΑΥΚΙΔΕΣ – ΣΤΡΙΓΓΙΔΕΣ (STRIGIDAE), στην τάξη ΓΛΑΥΚΟΜΟΡΦΑ – ΣΤΡΙΓΓΟΜΟΡΦΑ (STRIGIFORMES), στην οποία περιλαμβάνονται, πέραν των γκιώνηδων, οι κουκουβάγιες και οι μπούφοι. Ο γκιώνης είναι το μικρότερο είδος της τάξεως των Γλαυκόμορφων και ακολουθούν η κουκουβάγια και ο μπούφος, ο οποίος έχει το μεγαλύτερο μέγεθος (οι μπούφοι είναι ιδιαιτέρως μεγάλα και εντυπωσιακά πτηνά – αρπακτικά). Ουσιαστικά ο γκιώνης είναι σαν μία μικρή κουκουβάγια.
Η επιστημονική ονομασία του γκιώνη είναι Otus scops (Ώτος ο σκωψ), όπου το «Ώτος» παραπέμπει στο γένος και το «σκωψ» στο είδος. Ο όρος «ώτος» προέρχεται – ετυμολογείται από την αρχαιοελληνική λέξη «ους», δηλαδή το αυτί, και αναφέρεται, προφανώς, στα χαρακτηριστικά λοφία πάνω από τα μάτια του γκιώνη, τα οποία μοιάζουν με αυτιά. Ο όρος «σκωψ» προέρχεται – ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «σκώπτω», δηλαδή παρατηρώ, και αναφέρεται στο επίμονο και διαπεραστικό βλέμμα του γκιώνη. Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι και οι δύο αυτοί όροι («Ώτος ο σκωψ») παραπέμπουν και στα δύο χαρακτηριστικά στοιχεία του γκιώνη: στην άριστη όρασή του και στην οξεία ακοή του. Η δε λέξη «γκιώνης» ή «γκιόνης» είναι ηχομιμητική και προσομοιάζει στο άκουσμα της φωνής του συγκεκριμένου είδους πτηνού. Ο σκωψ ο κοινός ή γκιώνης είναι γνωστός και ως σκλόπα ή σπουλέπα, αλλά και ως νυχτοπούλι ή κλώσσος.
Το μήκος – μέγεθος του γκιώνη κυμαίνεται μεταξύ 16-20 περίπου εκατοστών (οι βορειότερες φυλές είναι μεγαλύτερες και με πιο αχνά – ανοικτά χρώματα). Είναι λίγο μικρότερος από τη μικρή κουκουβάγια, η οποία απαντάται στην Ελλάδα (η περίφημη Αθηνά η γλαύκα – Athene noctua), έχοντας μικρότερο κεφάλι το οποίο φαίνεται στρογγυλό από μπροστά, λεπτότερο και πιο μακρύ σώμα, μακρύτερη ουρά και πόδια χωρίς φτερά – πούπουλα. Το μήκος των φτερών του είναι 145-165 χιλιοστά και το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 60-135 γραμμαρίων. Τα θηλυκά, τα οποία είναι ισομεγέθη ή και μεγαλύτερα από τα αρσενικά, έχουν συνήθως μεγαλύτερο βάρος από τα αρσενικά. Φέρει μικρά λοφία και τα ανασηκώνει όταν τρομάξει. Το κεφάλι του στηρίζεται σε ένα κοντό και ευκίνητο λαιμό. Έχει μεγάλα μάτια, κίτρινου ή πράσινου χρώματος, τοποθετημένα στο μπροστινό μέρος της κεφαλής και έτσι διαμορφωμένα, ώστε να βλέπει άνετα στο σκοτάδι. Επειδή τα μάτια του είναι ακίνητα, έχει την ικανότητα να στρέφει το κεφάλι του μέχρι και 270 μοίρες. Έχει εξαιρετικά ισχυρή όραση και οξεία ακοή. Τα πόδια του έχουν γαμψά νύχια και το ράμφος του είναι μικρό και γαμψό. Πετά αθόρυβα. Το δε φτέρωμά του είναι ανοιχτόχρωμο, καστανοκόκκινο προς γκρίζο, διάστικτο με τεφροκάστανες μικρές κηλίδες και σκωληκοειδείς γραμμώσεις, καθώς και υπόλευκες κηλίδες και μπαλώματα. Δεν παρατηρείται διαφορά στον χρωματισμό του αρσενικού και του θηλυκού. Το χρώμα του φτερώματος του γκιώνη μοιάζει πολύ με τον φλοιό μεγάλων σε ηλικία δένδρων, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολος ο εντοπισμός του πάνω σ’αυτά.
Ο γκιώνης είναι από τα πιο διαδεδομένα νυκτόβια αρπακτικά πτηνά της Ευρώπης και της Β. Αφρικής. Δραστηριοποιείται το σούρουπο ή τη νύχτα. Λόγω του μικρού μεγέθους του, τρέφεται κυρίως με έντομα, όπως ακρίδες, σκαθάρια, σκώρους, τζίτζικες, αράχνες, κάμπιες και γαιοσκώληκες. Για τον λόγο αυτό είναι ιδιαίτερα ωφέλιμος στη γεωργία. Ωστόσο, τρέφεται και με σπονδυλωτά ζώα, όπως πολύ μικρά θηλαστικά – τρωκτικά, μικρά πτηνά, ερπετά και βατράχια. Συχνά έλκονται από το τεχνητό φως για να τραφούν με έντομα, τα οποία συσσωρεύονται γύρω από αυτό. Επιτίθενται με ξαφνικές εφορμήσεις. Η άριστη όραση του γκιώνη, η οξεία ακοή του και το αθόρυβο πέταγμά του, τον καθιστούν ιδιαιτέρως αποτελεσματικό στον εντοπισμό και τη «σύλληψη» του θηράματός του.
Ο γκιώνης είναι αποδημητικό πτηνό. Απαντάται στην Ασία, στην Αφρική, στη νότια Ευρώπη (Ιβηρική και Βαλκανική Χερσόνησο, Γαλλία και Ιταλία). Στη βόρεια Ευρώπη είναι πολύ σπάνιος. Διαχειμάζει στις υποσαχάριες περιοχές της κεντρικής Αφρικής. Στην Ελλάδα είναι συνηθισμένος επισκέπτης την άνοιξη και το καλοκαίρι. Ωστόσο, στην κεντρική και στη νότια Ελλάδα, όπως και στην Κύπρο, είναι μάλλον μόνιμος κάτοικος.
Αυτό, όμως, που κάνει διάσημο τον γκιώνη είναι το λάλημά του, καθώς έχουν δημιουργηθεί διάφοροι θρύλοι και μύθοι γι’ αυτό και τους έχει διατηρήσει η λαϊκή μας παράδοση.
Το λάλημά του οφείλεται στο μιας νότας (και μιας «συλλαβής») φωνητικό του κάλεσμα: «γκιον»! Το ακούμε μόνο την άνοιξη, γιατί πρόκειται ακριβώς για ερωτικό κάλεσμα. Μέσα στη νύχτα, την εποχή του ζευγαρώματος, το αρσενικό εκπέμπει για αρκετή ώρα αλλεπάλληλα φωνητικά «κ(β)ό». Το θηλυκό ανταπαντά με κάπως διαφορετική κραυγή, το γνωστό μας «γκιόν». Λίγο πριν το ζευγάρωμα, το αρσενικό εκπέμπει τρία – τέσσερα απανωτά «Κ(β)ό» και επέρχεται η σύζευξη.
Όμως η ανθρώπινη φαντασία έχει άλλη εξήγηση. Λέει, λοιπόν, η παράδοση, πως ο γκιώνης ήταν παλιά άνθρωπος και πως υπάρχουν πολλές εκδοχές -αλλά παντού συμφωνούν- ότι ήταν δύο αδέλφια, όπου τον έναν τον έλεγαν Γκιων (Γκιώνη) ή Αντών (Αντώνη). Σε όλες τις περιπτώσεις λέγεται ότι ο ένας αδελφός σκότωσε, είτε κατά λάθος, είτε φιλονικώντας για ασήμαντο λόγο, τον άλλο.
Συνήθως η ιστορία αναφέρεται σε δραγάτη με τον αδελφό του ή σε βοσκούς, όπου από αμέλεια ή για ασήμαντους λόγους, ο ένας αδελφός σκοτώνει τον άλλο. Από τότε, ο αδελφός που έμεινε πίσω, παρακάλεσε το Θεό να τον κάνει πουλί και ως πουλί, τα βράδια, κρέμεται από ένα κλαδί δέντρου ανάποδα με το κεφάλι προς τα κάτω και φωνάζει-μοιρολογά αδιάκοπα τον αδελφό του, μέχρι να στάξει αίμα από τη μύτη του, σημάδι ότι ο αδελφός του παίρνει το αίμα του πίσω και έτσι ο αδελφός ησυχάζει.
Συγκεκριμένα, ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης κατέγραψε μια παράδοση στην Αράχωβα που λέει τα εξής:
«Ήταν κάποτε δυο αδέρφια, ο ένας δραγάτης στ’ αμπέλια του χωριού. Ο άλλος, που τον έλεγαν Αντώνη, του λέει μια μέρα:
- Απόψε θα’ ρθω να σου κλέψω σταφύλια δίχως να με καταλάβεις.
- Έλα σαν τολμάς. Θα σε τουφεκίσω, του λέει ο δραγάτης.
Ο Αντώνης πήγε πραγματικά εκείνο το βράδυ, ο αδερφός του όμως παραφύλαγε, τον είδε και πυροβόλησε στον αέρα. Η σφαίρα όμως ξέφυγε και τον σκότωσε . Όταν είδε τον αδελφό του σκοτωμένο, τον πήραν τα κλάματα. Παρακάλεσε τότε τον Θεό να τον κάνει πουλί, για να κλαίει παντοτεινά τον αδικοσκοτωμένο αδελφό του. Ο Θεός τον λυπήθηκε και τον έκανε γκιώνη. Από τότε κλαίει συνέχεια φωνάζοντας τον αδελφό του "Ντων! Ντων!" ως που να στάξει η μύτη του αίμα. Αυτό είναι σημάδι πως ο Αντώνης παίρνει το αίμα του πίσω. Έτσι ησυχάζει ο Γκιώνης…»
Μια άλλη παράδοση από το Αγρίνιο λέει:
«Ήντασαν μια φορά δυο αδελφοί τσοπαναραίοι. Εκεί που διάβαιναν τα πρόβατα, από το ένα μέρος μια κίσσα από πίσω βέλαξε σαν πρόβατο.
- Σύρε, βρε Αντώνη, λέει ο ένας αδελφός του άλλου, να φέρεις το πρόβατο που έμεινε πίσω.
- Όχι δεν ήτανε πρόβατο, λέει ο άλλος.
Όχι πρόβατο ήτανε. Όχι κίσσα. Ήρθαν στα λόγια, τράβηξε ο ένας αδελφός το μαχαίρι και έσφαξε τον Αντώνη. Γύρισε ύστερα να πάρει το αρνί, αλλά δεν ηύρε τίποτα. Τότε πέταξε η κίσσα από το κλαρί κι εκείνος κατάλαβε τι κακό έκαμε. Άρχισε, λοιπόν, να μοιρολογάει τον αδελφό του και παρακάλεσε το Θεό να τον κάνει πουλί. Ο Θεός τον άκουσε κι από τότε όλο φωνάζει! "Αντών! Αντών!"…»
Ενώ στη Λευκάδα λένε πως τα δύο αδέλφια φύλαγαν άλογα, ήταν δηλαδή βαλμάδες. Μια μέρα, όταν ο μικρότερος αδελφός γύριζε από τη βοσκή με το κοπάδι, ο μεγάλος τα μέτραγε και εύρισκε πως έλειπε ένα άλογο. Εκείνος, όπως ήταν καβάλα σε ένα άλογο, έτρεξε κατά τη βοσκή αλλά ξανάρθε δίχως να φέρει άλλο άλογο. Οργίστηκε τότε ο αδελφός του, τραβάει την κουμπούρα του και τον σκοτώνει. Το άλογο του σκοτωμένου πήγε αυτό τότε στη μάντρα. Τα μετράει ξανά ο φονιάς και τα βρίσκει τώρα σωστά. Τότε κατάλαβε πως δεν μετρούσε πριν εκείνο που καβαλίκευε ο αδελφός του, είδε το άδικο, μετάνιωσε πικρά και παρακάλεσε κλαίγοντας το Θεό να τον κάνει πουλί!
Όμως η Θεσσαλία έχει να μας προσφέρει μια εντελώς διαφορετική ιστορία για τον γκιώνη.
Οι Θεσσαλοί υποστηρίζουν πως η τραγική ιστορία των δύο αδελφών έγινε επάνω στο γραφικό βουνό της Γκιώνας και πως αυτής το όνομα έφερε ο χαμένος αδελφός. Ό,τι και να συμβαίνει, η αλλόκοτη ιστορία των δύο αδελφών παρίσταται ως εξής :
«Ήταν δυο αδέλφια τσοπανόπουλα, ξακουστά για την ομορφιά τους, την τιμιότητά τους και την αγάπη που το ένα έτρεφε στο άλλο. Αμέτρητο ήταν το κοπάδι τους και τα άλογά τους δέκα τρία. Ο ένας αδελφός μυστικό δεν κρατούσε από τον άλλο. Μα συνεμπήκε κάποτε ο δαίμονας του έρωτα. Μια τσοπάνισσα, χήρα όμορφη και αμαρτωλή, αγάπησε ο μεγαλύτερος. Την έκαμε δική του. Η χήρα όμως ορέχθηκε και τον μικρό αδελφό, τον ομορφότερο, τον Γκιώνη. Μα εκείνος που ήξερε πόση ο μεγάλος του αδελφός έτρεφε λαχτάρα για την ομορφιά της, απέκρουσε τις χάρες του κορμιού της. Τι δεν έκαμε η χήρα για να τον ξετρελάνει. Πόσες φορές δεν έπεσε τάχα από λάθος, από σκόνταμα στην αγκαλιά του. Πόσες φορές δεν γυμνώθηκε μπροστά του στο ποτάμι όταν πότιζε τα πρόβατά του ο Γκιώνης, κάνοντας τάχα ότι δεν τον είχε δει. Στο τέλος, η κακή γυναίκα βάλθηκε να ρίξει σε διχόνοια τα δυο αγαπημένα αδέλφια.
Μ’αυτήν την κακία ένα δείλι έφθασε στη στρούγκα τους. Πήρε δίχως να την ιδούν ένα από τα δεκατρία άλογα, πήγε και το έκρυψε σε μια βαθιά ρεματιά και ξαναγύρισε κατά το βράδυ στη στρούγκα. Βρήκε εκεί τον ερωτευμένο μαζί της αδελφό και του σφύριξε στ’ αυτί τη συκοφαντία.
- Σε κλέβει ο αδερφός σου. Σου πούλησε ένα άλογο. Μέτρησέ τα.
Την πίστεψε μέσα στο μεθύσι της αγάπης του. Βγήκε και μέτρησε τα άλογα. Ήταν δώδεκα και ασυλλόγιστα εκάλεσε τον καημένο τον Γκιώνη και τον σκυλόβρισε :
- Τ’ άλογο Γκιώνη, τ’ άλογο! Τα σκυλιά δεν γαύγιζαν, κλέφτης δεν ήρθε. Εσύ θα ξέρεις τι έγινε το τσίλικο το άλογο!
Πειράχτηκε ο φιλότιμος ο Γκιώνης. Πρώτη φορά άκουσε τέτοια προσβλητικά λόγια από τον αδελφό του. Του έλεγε πως ήταν κλέφτης.
- Θα το βρω, του φώναξε, αλλά το κρίμα να ‘ναι στον λαιμό σου ό,τι και να μου συμβεί.
Καβαλίκεψε ένα από τα καλύτερά του και ρίχτηκε στα ρουμάνια και στα φαράγγια για να βρει το χαμένο άλογο. Βαθιά ήταν τα σκοτάδια της νύχτας κατά τα μέρη που περνούσε και όταν πια ξημέρωσε, αντί να γυρίσει ο Γκιώνης γύρισε μόνο το άλογο του, χτυπημένο, καταματωμένο. Σ’ έναν κρημνό είχε πέσει από τα σκοτάδια της νύχτας και είχε σκοτωθεί ο Γκιώνης. Κομμάτια τον έφεραν στη στρούγκα κάποιοι στρατοκόποι και ένας χωρικός έφερε και το χαμένο άλογο.
Είπε ακόμα στον αδελφό του Γκιώνη τι είχε δει. Τη χήρα δηλαδή, το περασμένο σούρουπο, να κρύβει εκεί στη ρεματιά το χαμένο άλογο. Αλλοφρόνησε τότε ο αδελφός του σκοτωμένου Γκιώνη, για το κακό που είχε κάμει στον αγαπημένο του αδελφό εξ αιτίας της αμαρτωλής. Κατάλαβε πως τον είχε προσβάλλει, πως προκάλεσε τον θάνατό του. Βαρύ ένιωθε το κρίμα και πήρε τα όρη σκούζοντας:
- Γκιώνη! Γκιώνη!
Και ο δίκαιος Θεός, για να μην έχει ποτέ ανάπαυση, τον μεταμόρφωσε σ ’ένα παράδοξο πουλί, που κάθε νύχτα φωνάζει τον αδικοσκοτωμένο και συκοφαντημένο αδελφό του:
- Γκιώνη! Γκιών!
Είναι προφανές, ότι αυτές οι παραδόσεις δεν θα γίνονταν πάντοτε πιστευτές. Ωστόσο, ήταν ποιητικές ιστορίες, με τις οποίες ο λαός εξέφραζε ψυχικές συγκινήσεις και σκέψεις, αλλά και έδινε μία ερμηνεία των πραγμάτων, τις περισσότερες φορές διδακτική για τις νεότερες γενιές. Τη βαθύτερη αυτή σημασία των παραδόσεων κατανοούσαν και οι ποιητές, που εμπνέονταν από αυτές.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός δημοσίευσε ποιητική διασκευή της λαϊκής παράδοσης. Σύμφωνα με αυτήν την ποιητική διασκευή, ο Γκιώνης σκότωσε από απροσεξία τον αδελφό του, ενώ έπαιζαν και έριχναν το λιθάρι. Στη μητέρα του είπε ότι ο αδελφός του πήγε να βρει μερικά πρόβατα, που χάθηκαν. Όμως εκείνη του παρήγγειλε να μη γυρίσει σπίτι χωρίς τον αδελφό του. Τότε παρακάλεσε τον Θεό και τον έκανε γκιώνη. Ο Γεώργιος Δροσίνης διασκεύασε ποιητικά την άλλη παραλλαγή, όπου ο οργισμένος φονιάς αδελφός αμέσως ύστερα μετανοεί:
«Ήταν δυο αδέλφια πάντα αγαπημένα,
πρόβατα βοσκούσαν σ ’ άρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον ένα, Δήμο λεν τον άλλο.
Κάποια μέρα ο Γκιώνης δυο αρνάδες χάνει
Ψάχνει δεν τις βρίσκει τριγυρνά και κλαίει.
Έρχεται στη στάνη τ’ αδελφού το λέει.
Βρέθηκε κι εκείνος στην κακιά του ώρα
άδικα χολιάζει, σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι βγάζει και τόνε σκοτώνει.
Οι αρνάδες ήρθαν στο κοπάδι πάλι
κι ο φονιάς τις βλέπει, στέκεται κλαμένος
γέρνει το κεφάλι μετανοημένος.
Κι ο Θεός τον είδε που χτυπά τα στήθη
κλαίει νύχτα μέρα θέλει να πεθάνει
και τον ελυπήθη και πουλί τον κάνει.
Και γι’ αυτό το βράδυ άμα σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμμένο στο δεντρί κλαρώνει
κι όλη νύκτα κράζει...
Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη!»
Η ώρα του σούρουπου ήρθε, ένα-ένα τα φώτα σβήνουν και τα τιτιβίσματα σταματούν. Κάπου χωμένος στις φυλλωσιές, απολαμβάνει τη γαλήνη της φύσης.
Καληνύχτα κόσμε, καληνύχτα γκιώνη!
Πηγές
https://tetradiosyntagon.blogspot.com/2012/10/blog-post_6.html
http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.com/2016/02/blog-post_8.html
http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?aID=590
https://petbirds.gr/articles/%CE%93%CE%BA%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B7%CF%82-otus-scops.333/
Ζωή Θ. Σπυροπούλου, Μύθοι περί πτηνών, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998
Lars Svensson, Τα πουλιά της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ευρώπης, Εκδ. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, 2015
Νικόλαος Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παραδόσεις – Μέρος Α΄ και Β΄
Βασίλης Αναγνωστόπουλος, Λαϊκοί θρύλοι παραδόσεις για παιδιά, Εκδ.Καστανιώτη, 2009
Τσορώνη-Γεωργιάδη Γιολάντα, Μύθοι, ιστορίες, παραμύθια, παροιμίες με φίλους φτερωτούς, Εκδ. Σαββάλας, 2010